Πέμπτη, Νοεμβρίου 20, 2008

Για όποιον αναρωτιέται τι κάνω και δεν γράφω...

Τετάρτη, Νοεμβρίου 05, 2008

Περνάει που λες...

...ο Τοτός με τον πατέρα του, έξω από μια εκκλησία...

Γυρίζει ο πατέρας και λέει στον γιό του: "Τοτό! Τον σταυρό σου!"

Και ο Τοτός: "Την Παναγία σου!"

Υ.Γ. Σήμερα ταξιδεύω εκτάκτως. Εύχομαι αύριο να βρω λίγο χρόνο να γράψω...

Τρίτη, Νοεμβρίου 04, 2008

Η Πεθερά - 14ο Μέρος

Τα, τααααα!!!

Η επιστροφή της πεθεράς, της Χριστίνας, του μωρού της Χριστίνας, της αφεντιάς μου, του Χανς από την Δανία, της θείας που έχει αλτσχάιμερ, του κύριου Παντελή του διαχειριστή της πολυκατοικίας και του ασανσέρ μέσα στο οποίο έχουμε κλειστεί...

Ένα έπος γεμάτο κρυφά νοήματα και μεγάλες αλήθειες. Ένα δύσκολο αλλά αληθινό λογοτεχνικό έργο που ξεκίνησε εδώ, ξαναξεκίνησε εδώ και σήμερα κάνει ένα δυναμικό καμ - μπακ, συνεχίζοντας τον δύσκολο δρόμο του προς την παγκόσμια αναγνώριση και την αθανασημία...

----------------------------------------------------------------------------

"Νοιώθω λες και είμαστε κλεισμένοι βδομάδες εδώ μέσα!" είπε η Χριστίνα
"Έλα μωρέ!" είπα εγώ. "Πως κάνεις έτσι!"

"Χριστίνα;" είπε ο Χανς απ' έξω. "Άι χαβ του γκόου νάου!"
"Όου, νόου!" είπε η Χριστίνα. "Γουέϊτ εντ γουί γουίλ χαβ κόφι!"
"Κόφι;" παρενέβην εγώ. "Χάνς! ΡΑΝ ΕΓΟΥΕΪ!!!"
"Γουάι;" είπε ο Χανς
"Τραστ μι..." είπα εγώ. "ΝΕΒΕΡ ακσέπτ ε κόφι ινβιτέισον φρομ Χριστίνα! ΆΙ ΝΟΟΥ!"
"Ώχ μωρέ κι εσύ!" μου είπε η Χριστίνα
"Ένιγουέι, άι ρίλι χαβ του γκόου!" είπε ο Χανς. "Άι χαβ ε γουόρ στάρτινγκ η φιφτίν μίνιτς"
"Α, οκέι δεν!" είπε η Χριστίνα. "Άι αντερστάντ!"
"Οκέι, δεν!" είπε ο Χανς. "Σι γιου!"
"Μπάι!" είπε η Χριστίνα. "Γκουντ λάκ!"
"Θενκ γιου!" είπε ο Χανς. "Γιου του!" και τον ακούσαμε να κατεβαίνει τις σκάλες

Μισό λεπτό αργότερα, ακούστηκε ένας νέος θόρυβος από την σκάλα.
"ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΗ!" ακούσαμε μια νεανική φωνή. "Εδώ είναι το πρόβλημα με το ασανσέρ;"
"ΝΑΙ, ΝΑΙ! ΕΔΩ!!!" φώναξε η πεθερά.
"Α, ωραία!" είπε ο πυροσβέστης. "Σε ένα λεπτό θα σας έχω βγάλει!"

"ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ;;;" φώναξε από τον πάνω όροφο ο κύριος Παντελής
"Η πυροσβεστική!" φώναξε ο πυροσβέστης.
"ΑΡΓΗΣΑΤΕ!" είπε ο κύριος Παντελής.

"ΦΩΤΙΑ! ΦΩΤΙΑ!!!" ακούσαμε ξαφνικά την θεία να φωνάζει πανικόβλητη απ' την ταράτσα.
"Αμάν!" είπε ο πυροσβέστης που τα παράτησε όλα και άρχισε να ανεβαίνει τρέχοντας τα σκαλιά.
"ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΦΩΤΙΑ ΚΥΡΙΑ ΜΟΥ;;;" φώναξε στην θεία μόλις έφτασε στην ταράτσα.
"ΑΧ, ΔΕΝ ΞΕΡΩ!" είπε η θεία πανικόβλητη. "ΜΟΝΟ ΤΗΝ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΙΚΗ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΔΩ!"

"Για όνομα του Θεού!" είπε η Χριστίνα και με κοίταξε απελπισμένη.
"ΜΗΝ ΔΙΝΕΤΕ ΣΗΜΑΣΙΑ ΣΤΗΝ ΘΕΙΑ ΜΟΥ!" φώναξε στον πυροσβέστη προς την ταράτσα. "ΕΧΕΙ ΑΛΤΣΧΑΪΜΕΡ!"
"ΤΙ ΕΧΩ;" είπε η θεία παραξενεμένη

Εν τω μεταξύ ακούσαμε τον πυροσβέστη να ξανακατεβαίνει με φόρα τις σκάλες.
"Αν είναι δυνατόν!" μουρμούρισε και τον ακούσαμε να ανοίγει την τσάντα του και να ψάχνει κάτι εργαλεία.

"Γαβ, γάβ!" είπε ο Τόμπι
"Τι θες εσύ βρε μούργο; Φύγε από 'δω! Φύγε!" είπε ο πυροσβέστης

"Θα χρειαστείτε πολύ χρόνο για να μας βγάλετε;" ρώτησα εγώ
"Εεεε... συγνώμη. Αυτό το σκυλί ποιανού είναι;" είπε ο πυροσβέστης
"Δικό μου!" είπε η Χριστίνα.
"Μμμμ, εάν δεν κάνετε κάτι με τον σκύλο σας, δεν θα καταφέρω να σας ανοίξω!" είπε ο πυροσβέστης
"Τι να κάνω από εδώ μέσα;" είπε η Χριστίνα.
"Δεν ξέρω κυρία μου!" είπε ο πυροσβέστης εκνευρισμένος. "ΕΓΩ τι να κάνω; Κάτω βρε! ΚΑΤΩ!!!"
"ΤΟΜΠΙ!!!" φώναξε η Χριστίνα. "ΣΤΑΜΑΤΑ ΝΑ ΠΗΔΑΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ!"

Εκείνη την στιγμή άνοιξε η πόρτα του ασανσέρ και μια λάμψη από φυσικό φως έλουσε τον θάλαμο. Ένα κεφάλι με πηλίκιο εμφανίστηκε στο άνοιγμα.
"Είστε όλοι σας καλά;" είπε ο πυροσβέστης και μετά σούφρωσε την μύτη του. "ΑΜΑΝ!" είπε και τραβήχτηκε πίσω.
"Μυρίζει, ε;" είπα εγώ. "Μην ανησυχείς! Μετά από ένα μισάωρο συνηθίζεις..."
"ΓΙΑ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ!!!" είπε ο πυροσβέστης απ' τον διάδρομο. Εν τω μεταξύ η Χριστίνα έβγαινε ήδη από την πόρτα του ασανσέρ.
"ΤΟΜΠΙ!" την άκουσα να φωνάζει. "Άσε ήσυχη την τσάντα του κυρίου!"

Βοήθησα την πεθερά να βγει από το ασανσέρ και ύστερα βγήκα κι εγώ. Ο πυροσβέστης μας κοίταζε όλους από την άλλη άκρη του διαδρόμου.
"Ευχαριστούμε πολύ!" είπε η Χριστίνα και τον κοίταξε. Ήταν ένας ωραίος, ψηλός, γεροδεμένος άντρας με στολή. "Πάρα πολύ!" συμπλήρωσε η Χριστίνα και έφτιαξε το μαλλί της.
"Παρακαλώ!" είπε εκείνος και χαμογέλασε. Είχε ένα πολύ γοητευτικό χαμόγελο. "Θέλετε να μου πείτε το όνομα σας;" της είπε.
"Χριστίνα!" είπε γλυκά η Χριστίνα και χαμογέλασε κι εκείνη. "Εσείς;"
"Εεεε..." είπε ο πυροσβέστης και μου έριξε μια κλεφτή ματιά. "Χρήστος" είπε.
"Α, κοίτα σύμπτωση!" είπε η Χριστίνα που συνέχιζε να χαμογελάει γλυκά. "Έχουμε το ίδιο όνομα!"
"Εεεε, ναι..." είπε αμήχανα ο πυροσβέστης και μου έριξε ακόμα μια κλεφτή ματιά. "Οοοο αριθμός της ταυτότητας σας;" της είπε τελικά
"Της ...ταυτότητας μου;" είπε αμήχανα η Χριστίνα
"6977 384987" είπα εγώ
Η Χριστίνα γύρισε και με κοίταξε απειλητικά. "Σταμάτα βρε κρύε!" μου είπε
"Εγώ να βοηθήσω θέλω..." είπα απολογητικά
"Τι τον θέλετε τον αριθμό της ταυτότητας;" είπε η Χριστίνα
"Εεεε... για την αναφορά μου..." είπε ο πυροσβέστης
"Είναι στο σπίτι!" είπε η Χριστίνα. "Μισό λεπτό!" είπε και προχώρησε προς την εξώπορτα της

"Α! Βγήκατε;" είπε η θεία που εμφανίστηκε στο κεφαλόσκαλο. "Πάνω στην ώρα! Έχει πιάσει φωτιά στη γειτονιά!"

Εν τω μεταξύ η Χριστίνα είχε σταθεί ακίνητη μπροστά στην εξώπορτα της. Ο χρόνος έμοιασε να έχει σταματήσει τριγύρω της. Όταν ξαναμίλησε, η φωνή της ήταν πολύ αργή και στρογγυλή

"Θεία;" είπε. "Γιατί είναι κλειστή η πόρτα του σπιτιού μου;"
"Ε;" είπε η θεία
"Η πόρτα, θεία! Είναι ΚΛΕΙΣΤΗ!" είπε η Χριστίνα.
"Α, ναι;" είπε η θεία και κοιταξε την πόρτα με απορία.
"Θεία..." είπε η Χριστίνα και έκλεισε τα μάτια της. "Πες μου σε παρακαλώ ότι έχεις τα κλειδιά από το σπίτι..."

Μια σιωπή έπεσε στον διάδρομο. Η θεία γύρισε και με κοίταξε αγχωμένη. Ύστερα κοίταξε την Χριστίνα. Ύστερα πάλι εμένα.
"Θεία;" είπε η Χριστίνα απειλητικά
"Εεεε... έχω τα κλειδιά από το σπίτι..." είπε η θεία λίγο τρομοκρατημένη

Το πρόσωπο της Χριστίνας έλαμψε από ανακούφιση. "Μπράβο ρε θεία!" είπε ευτυχισμένη και άπλωσε το χέρι της. "Δωσ' τα!" είπε.
"Αχ, ευχαριστώ!" είπε η θεία χαρούμενη. "Ποιά;"
"Τα κλειδιά..." είπε η Χριστίνα και έσμιξε τα φρύδια της.
"Ποια κλειδιά;" είπε η θεία
"...του σπιτιού..." είπε η Χριστίνα που είχε αρχίσει να φορτώνει επικίνδυνα
"εεεε... δεν τα έχω..." είπε η θεία
"ΤΙ;;;" έβαλε τις φωνές η Χριστίνα. "Καλά ΤΩΡΑ δεν μου είπες ότι τα έχεις;;;"
"Εσύ μου είπες!" είπε η θεία τρομοκρατημένη
"ΤΙ σου είπα;;;" είπε η Χριστίνα
"Να σου πω ότι τα έχω!" είπε η θεία
"Θεία ΘΑ ΣΕ ΠΝΙΞΩ!!!" είπε η Χριστίνα
"Χριστίνα! Όχι μπροστά στο παιδί!" είπα εγώ.

"Έχει δίκιο ο νεαρός!" πετάχτηκε ο κύριος Παντελής από το κεφαλόσκαλο. "Τα παιδιά μαθαίνουν σαν σφουγγάρια!"
"Α!" είπε η θεία και κοίταξε τον κύριο Παντελή με θαυμασμό. "Μαθαίνουν τα σφουγγάρια;"
"Βεβαίως!" είπε ο κύριος Παντελής. "Το είδα σε ένα ντοκιμαντέρ!"
"Για σφουγγάρια;" είπε η θεία
"Για παιδιά!" είπε ο κύριος Παντελής

"Εεεε... εμένα με συγχωρείτε..." είπε ο πυροσβέστης πίσω μας. "Φεύγω τώρα..."
"Μα... δεν θέλετε τον αριθμό της ταυτότητας μου;" είπε η Χριστίνα
"Όχι μωρε!" είπε ο πυροσβέστης. "Δε γαμιέται!"
"Παρακαλώ νεαρέ! Μην βρίζετε μπροστά στο μωρό!" είπε ο κύριος Παντελής.
"Είναι σφουγγάρι!" είπε η θεία

Ο πυροσβέστης άνοιξε το στόμα του για να απαντήσει αλλά φάνηκε να το ξανασκέφτεται.
"Λοιπόν, γειά σας!" είπε, έσπρωξε απαλά τον Τόμπι μακριά από την τσάντα του, την σήκωσε, μας γύρισε την πλάτη και άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες.

Εν τω μεταξύ η Χριστίνα έμοιαζε έτοιμη να σκάσει.
"ΤΑ ΝΕΥΡΑ ΜΟΥ!!!" έβαλε τις φωνές.

Η Παναγιώτα άνοιξε τα μάτια της και την κοίταξε απορημένη.
"...ααααααααααααααααΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!!!!!!!!!!!!!!!" είπε

"Ορίστε, ορίστε!" είπε η πεθερά. "Πάλι την ξύπνησες! Δωσ' την μου σ' εμένα..."
Η Χριστίνα γύρισε και κοίταξε την πεθερά της. Για μια στιγμή φοβήθηκα ότι θα της πετούσε το μωρό αλλά τελικά επικράτησε το μητρικό της ένστικτο:
"Ά στο διάολο κι εσύ!" είπε στο μωρό και το έδωσε στην πεθερά της.
"Αχχχχ..." είπε η πεθερά και άρχισε να νανουρίζει τη μικρή στα χέρια της.

"Χριστίνα;" είπα εγώ. "Να φωνάξουμε έναν κλειδαρά;"
"Κλειδαρά;;;" είπε η Χριστίνα και με κοίταξε με μίσος. "Ξέρεις ΠΟΣΑ παίρνει ένας κλειδαράς;;;"
"Όχι..." είπα την αλήθεια. "Πόσα;"
"Πολλά!" είπε η Χριστίνα που προφανώς ούτε κι αυτή ήξερε.
"Ε και τι να κάνουμε για να ανοίξουμε την πόρτα ρε Χριστίνα; Να προσευχηθούμε;"
"Κακό δεν θα έκανε..." μουρμούρισε η πεθερά

"Κύριε Παντελή;" είπε η Χριστίνα γυρίζοντας προς τον γείτονα της. "Μήπως θα μπορούσε ο φίλος μου να πηδήξει από το μπαλκόνι σας στο δικό μου;"
"Μπαρδόν;" είπα εγώ
"Είχα μια κουμπάρα που πέθανε έτσι..." είπε η πεθερά
"Βεβαίως!" είπε ο κύριος Παντελής που είχε βγάλει το κεφάλι του από το κεφαλόσκαλο. "Τα πάντα για την γοργόνα μου!" είπε και έστριψε ο μουστάκι του κοιτάζοντας την θεία
"Αχ, ευχαριστώ!" είπε η θεία ναζιάρικα
"Πολύ ωραία!" είπε η Χριστίνα. "Πάμε!"
"Με συγχωρείτε!" είπα εγώ. "ΠΟΥ νομίζετε ότι πάμε;"
"Να πηδήξεις" μου είπε η Χριστίνα.
"Χριστίνα πρόσεχε πως μιλάς!" είπε η θεία αυστηρά. "Το παιδί ρουφάει!"
"Μα καλά είσαι σοβαρή;" είπα εγώ. "Θα με βάλεις να πηδάω από όροφο σε όροφο;"
"Ε και τι να κάνουμε;" είπε η Χριστίνα. "Να πηδήξω εγώ;"
"Χριστίνα!" είπε η θεία
"Να πάρεις τηλέφωνο έναν κλειδάρα!" είπα εγώ
"Θα αστειεύεσαι βέβαια!" είπε η Χριστίνα. "Ξέρεις ΠΟΣΑ θα μας πάρει ένας κλειδαράς;"
"Πόσα;" είπα εγώ
"ΠΟΛΛΑ!" είπε η Χριστίνα και άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες. "Άντε κουνήσου!" μου φώναξε. "Μην ανησυχείς! Είναι πολύ εύκολο! Το έχει κάνει παλιότερα και ο Βασίλης!"

Γύρισα προς την πεθερά απελπισμένος. Η πεθερά με κοίταξε με τα τεράστια μάτια της.
"Ο Χριστός μας τιμωρεί!" μου είπε "για όλα όσα κάναμε στην εκκλησία Του..."

Την κοίταξα αποσβολωμένος.
"Για όνομα του Θεού!" είπα και άρχισα να ανεβαίνω τα σκαλιά.
"Κι εγώ αυτό λέω!" μουρμούρισε η πεθερά πίσω μου "αλλά δεν με ακούει κανένας..."

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ! (το άλλο με τον Τοτό το ξέρετε;)

Θανάσημος