

...στα Γαλλικά...
...καθώς και στα Ελληνικά (αυτόματη μετάφραση από Γκούγκλ - σουρεαλιστική από μόνη της...)
Σι γιου!
Θανάσημος
Ο Τρόπος είναι ο Σκοπός
Μια φορά κι έναν καιρό, είχα μια φίλη που την λέγανε Χριστίνα. Ήταν μια χαρά κορίτσι. Μετά γέννησε. Και στο καπάκι, της φορτώθηκε και η πεθερά...
Καλή ανάγνωση!
------------------------------------------------------------------------------------
Είναι γεγονός ότι αν αφήσεις τριάντα άνδρες να ζήσουν μέσα σε έναν μεγάλο θάλαμο, σε μια εβδομάδα θα έχουν πεθάνει όλοι απ' την βρώμα. Ο νόμος αυτός είναι τόσο ισχυρός και πανανθρώπινος που δεν υπάρχει στρατός σε όλον τον πλανήτη που να μην έχει καθιερώσει μια τελετουργία κατά την οποία οι άντρες ξεβρωμίζουνε υποχρεωτικά και μετά ελέγχονται για το εάν όντως ξεβρώμισαν ή εάν απλά σμπρώξανε τα κουτιά απ' τις πίτσες κάτω απ' το κρεβάτι. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται "πρωινή επιθεώρηση".
Η πρωινή επιθεώρηση κορυφώνεται ως τελετουργία όταν όλοι οι άντρες στηθούνε όρθιοι και σε στάση προσοχής μπροστά στα κρεβάτια τους, ενώ ένας αγουροξυπνημένος καραβανάς με τα χέρια πίσω απ' την πλάτη, μπαίνει μέσα στο δωμάτιο τους και βαδίζει αργά επάνω κάτω λέγοντας "μμμ". Συγκεκριμένα για τον ελληνικό στρατό, η πρωινή επιθεώρηση είναι και το μόνο πράγμα που δουλεύει αποτελεσματικά. Κι αυτό γιατί ακόμα κι ένας αγουροξυπνημένος καραβανάς μπορεί να κάνει τα δύο αυτά πράγματα: να κρίνει εάν ο θάλαμος είναι τακτοποιημένος και ταυτόχρονα να κάνει "μμμ".
Η επιθεώρηση στο στρατό μοιάζει πολύ με τη επίσκεψη της πεθεράς σου στο σπίτι. Η πεθερά δένει τα χέρια της πίσω απ' την πλάτη, περπατάει με αργό βήμα από δωμάτιο σε δωμάτιο και λέει "μμμμ". Εσύ από την μεριά σου, στέκεσαι ακίνητος, την παρατηρείς με το βλέμμα κι εύχεσαι να μην βάλει το χέρι της κάτω απ' τα ράφια, όπου έχει μαζευτεί τόση σκόνη που πλέον δεν χρειάζεται ξεσκόνισμα αλλά πριόνισμα.
Άφησα την θεία να δει ειδήσεις στην τηλεόραση της κουζίνας και ακολούθησα την Χριστίνα και την πεθερά της στο σαλόνι. Η πεθερά μπήκε, κοίταξε γύρω της αργά τον χώρο και είπε:
"Μμμμ..."
"Εεεε..." είπε η Χριστίνα. "Το σαλόνι δεν προλάβαμε να το φτιάξουμε ακόμα..."
"Α, μην φοβάσαι κόρη μου!" είπε η πεθερά και χαμογέλασε γλυκά. "Γι' αυτό είμαι εδώ! Μέχρι να φύγω θα το έχω κάνει κούκλα!" συμπλήρωσε και προχώρησε ανάμεσα από τις καρέκλες και τους καναπέδες.
"Εεε, όχι όχι! Μην ανησυχείτε!" είπε η Χριστίνα που ένοιωσε τον κίνδυνο να πλησιάζει ορμητικός. "Δεν θέλω να κουραστείτε!"
"Εγώ;" είπε η πεθερά και γύρισε και την κοίταξε με τα τεράστια μάτια της. "Αααα, μην ανησυχείς ΚΑΘΟΛΟΥ για εμένα!" είπε και κοίταξε προς τις μπαλκονόπορτες του σαλονιού. "Κοίτα! Κοίτα! Ούτε κουρτίνες δεν προλάβατε να βάλετε..." παρατήρησε.
Γύρισα και κοίταξα την Χριστίνα η οποία έκανε μια εμφανή προσπάθεια να μην ακούσει αυτά που άκουγε. Αντ' αυτού, είχε καρφώσει το βλέμμα της έξω απ' το παράθυρο και έμοιαζε να μετράει συννεφάκια.
Ακολούθησαν μερικές στιγμές σιωπής καθώς η Χριστίνα μετρούσε συννεφάκια και η πεθερά εξέταζε γύρω - γύρω προσεχτικά τον χώρο. Στο τέλος είπε:
"Νομίζω ότι αυτός ο καναπές θα έπρεπε να πάει εκεί!" και έδειξε προς τα δεξιά.
Γύρισα και κοίταξα την Χριστίνα που τώρα έμοιαζε να έχει εγκαταλείψει τα συννεφάκια και να έχει αρχίσει να μετράει τις αχτίδες του ήλιου. Αποφάσισα να βοηθήσω λίγο την κατάσταση:
"Συμφωνώ ΑΠΟΛΥΤΑ μαζί σας!" είπα στην πεθερά. Η Χριστίνα γύρισε και με κοίταξε με μάτια γεμάτα μίσος. Η πεθερά όμως, δεν φάνηκε να αντιλαμβάνεται τίποτε απ' όλα αυτά, εμφανώς απορροφημένη όπως ήταν στον νοητό επανασχεδιασμό του σαλονιού. Στο τέλος, έδειξε να έχει πάρει τις αποφάσεις της γιατί μας κοίταξε με νέο ενθουσιασμό και είπε:
"Πάμε τώρα να δούμε και το υπόλοιπο σπίτι..."
"Εεε... ναι..." είπε η Χριστίνα με μια μικρή καθυστέρηση και έκανε στην άκρη για να περάσει η πεθερά της μπροστά.
"Από εδώ είναι το υπνοδωμάτιο μας..." είπε
Η πεθερά άνοιξε την πόρτα και κοίταξε το δωμάτιο από το προσκέφαλο. Μπλούζες, παντελόνια και φανέλες ήταν πεταμένα γύρω - γύρω.
"Μμμμ..." είπε και κοίταξε το χάος με τα τεράστια μάτια της.
"Εεεε... ο Βασίλης έφτιαξε την βαλίτσα του και εεε... δεν πρόλαβα να συμμαζέψω..." δικαιολογήθηκε η Χριστίνα
"Ναι, ναι..." μουρμούρισε η πεθερά και μπήκε αργά μέσα στο δωμάτιο. Έφερε ένα εξεταστικό βλέμμα τριγύρω και σταμάτησε σε μια αφίσα με έναν πίνακα του Πικάσο που κοσμούσε τον τοίχο επάνω απ' το κρεβάτι. Το πρόσωπο της φωτίστηκε.
"Ααααα!" είπε. "Υπέροχα!"
Μια τεράστια απορία ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της Χριστίνας.
"Σας αρέσει ο Πικάσο;" ρώτησε. Αλλά η πεθερά, αντί να απαντήσει, έκανε μεταβολή και βγήκε βιαστικά απ' το δωμάτιο.
Μείναμε οι δυό μας να κοιταζόμαστε.
"Που πάει;" ρώτησε στο τέλος η Χριστίνα
"Μην ανησυχείς. Θα επιστρέψει" είπα εγώ
Εκείνη την ώρα μπήκε η πεθερά μέσα στο δωμάτιο ενθουσιασμένη, κρατώντας ένα παραλληλόγραμμο αντικείμενο στα χέρια της. Ήταν πακεταρισμένο γύρω - γύρω με εφημερίδες και έμοιαζε επικίνδυνα με πίνακα ζωγραφικής. Η πεθερά έσχισε το περιτύλιγμα με μια κίνηση και το έδωσε στην Χριστίνα.
"Άντε καλή μου!" της είπε. "Σύρε να το βάλεις στη θέση αυτής της αφίσας! Νομίζω ότι είναι το καλύτερο σημείο"
Η Χριστίνα είχε παγώσει στην θέση της.
"Τττττ..." τραύλισε
"Ττττττ...." ξαναπροσπάθησε
"Ττττττττι είναι ΑΥΤΟ;;;" κατάφερε να πει τελικά
"Α, τίποτα!" είπε η πεθερά ανέμελα. "Ένα δωράκι! Έλα, σύρε βαλ' το εκεί πάνω και βγάλε αυτό το μπλε πράγμα..." είπε και έδειξε τον Πικάσο
"Μα... δεν..." κόμπιασε η Χριστίνα
"Αααα, δεν θέλω ευγένειες τώρα!" είπε εύθυμα η πεθερά. "Παρακαλώ, παρακαλώ! Εάν δεν κάνω ένα καλό δώρο στην νύφη μου, σε ΠΟΙΟΝ θα κάνω;"
Η Χριστίνα έμεινε να την κοιτάει ακίνητη με τον πίνακα στο χέρι.
"Αυτό..." είπε τελικά με τρεμάμενη φωνή, "...είναι..." πρόσθεσε και κοίταξε την πεθερά της απελπισμένη "...μια εικόνα του ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑ;;;" και κοίταξε την εικόνα με φρίκη.
"Μια ΧΡΥΣΗ εικόνα του Αγίου Παντελεήμονα" την διόρθωσα εγώ που αυτομάτως ξαναβρήκα το κέφι μου.
"Ναι, ναι!!!" είπε χαρούμενη η πεθερά. "Στην αρχή σκέφτηκα να πάρω έναν Χριστό αλλά τελικά αποφάσισα και πήρα τον Παντελεήμων που είναι και θαυματουργός..."
"Σωστά, σωστά!" είπα εγώ
"Σου αρέσει;" ρώτησε τη Χριστίνα γεμάτη ελπίδα η πεθερά
"Εεεε..." είπε η Χριστίνα "ωραία είναι... δεν λέω... αλλά να... μήπως να την βάζαμε κάπου ΑΛΛΟΥ;"
"Που αλλού κούκλα μου;" είπε η πεθερά. "ΕΔΩ πρέπει να μπει ο Παντελεήμων! Πάνω απ' το κρεβάτι. Να σας φυλάει απ' το κακό!"
"Απο ποιο κακό;" είπε η Χριστίνα
"Απ' το κακό σεξ" ψιθύρισα εγώ και της πήρα την εικόνα απ' τα χέρια.
"Ααααα..." είπα ενθουσιασμένος. "ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΑ ΕΙΚΟΝΑ!!!" και κοίταξα την πεθερά. "ΚΑ-ΤΑ-ΠΛΗ-ΚΤΙ-ΚΗ επιλογή. Μπράβο, μπράβο!!!" πρόσθεσα. "Μου αρέσει πολύ και η χρυσή κορνίζα. Θα πρέπει να σας στοίχισε ΠΟΛΥ ακριβά..." είπα στην πεθερά και ανέβηκα στο κρεβάτι.
"Α, μην το συζητάς!" είπε η πεθερά. "Τι; Με άδεια χέρια θα ερχόμουνα;"
"Έτσι είναι!" είπα και έβγαλα την κορνίζα με τον Πικάσο απ' τη θέση του.
"Χριστίνα!" είπα. "Πάρε αυτό το πράγμα και βάλ' το κάπου!" και της έδωσα την κορνίζα.
Η Χριστίνα άπλωσε τα χέρια της σαν υπνωτισμένη και πήρε τον Πικάσο. Εν' τω μεταξύ, εγώ κρέμασα τον Παντελεήμονα επάνω απ' το κρεβάτι της, κατέβηκα κάτω και τον κοίταξα από μακριά.
"Υπέροχα!" είπα. "Το μόνο που λείπει τώρα είναι ένας εσταυρωμένος από την άλλη μεριά!"
"Ναι, ναι!" συμφώνησε χαρούμενη η πεθερά. "Αχ, μπράβο! Πολύ χαίρομαι που σας άρεσε! Άμα το 'ξερα θα έφερνα και μερικές ακόμα. Ούτε μια εικόνα δεν έχει αυτό το σπίτι!" είπε ευτυχισμένη και βγήκε απ' το δωμάτιο λέγοντας: "Πάμε τώρα να δούμε και τα υπόλοιπα δωμάτια..."
Η Χριστίνα γύρισε και με κοίταξε απειλητικά. "Θα μου το πληρώσεις αυτό..." μου σφύριξε και βγήκε με φόρα απ' το δωμάτιο. Την ακολούθησα καθώς η πεθερά άνοιγε την διπλανή πόρτα
"Εδώ τι είναι;" ρώτησε καθώς έμπαινε μέσα
"Το γραφείο!" είπε η Χριστίνα.
Εν τω μεταξύ, η πεθερά είχε μείνει ακίνητη και είχε καρφώσει το βλέμμα της στο πάτωμα, μέσα στο δωμάτιο. Μια έκφραση φρίκης είχε καλύψει τα τεράστια μάτια της.
"ΣΚΥΛΙ!!!" είπε τελικά. "ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ!!!" συμπλήρωσε και γύρισε προς την Χριστίνα:
"Μα καλά, δεν ξέρεις ότι δεν πρέπει να έχετε ζώα μέσα στο σπίτι μαζί με το μωρό; Είναι πολύ κακό! ΠΟΛΥ ΚΑΚΟ!"
"Ορίστε;" είπε η Χριστίνα και κοίταξε την πεθερά της ελαφρώς τσαντισμένη από την παρατήρηση. Αλλά εκείνη δεν την άκουσε καθώς είχε επικεντρωθεί πλήρως επάνω στον Τόμπι τον οποίον και πλησίαζε απειλητικά. "Έξω από 'δω βρε!" είπε και του έδειξε απέναντι προς την εξώπορτα. "Ούστ!"
Η Χριστίνα έμεινε να την κοιτάει έκπληκτη.
"Συγνώμη, ΤΙ κάνετε;" της είπε όσο πιο ψύχραιμα μπορούσε. Εν τω μεταξύ ο Τόμπι, με το που είδε κάποιον να του δείχνει την εξώπορτα, έβγαλε το προφανές συμπέρασμα ότι θα τον βγάλουν βόλτα κι άρχισε να κουνάει χαρούμενος την ουρά του.
"Έξω! Έξω!" είπε η πεθερά στον Τόμπι και δοκίμασε να τον σπρώξει με το πόδι της έξω απ' την πόρτα. Ο οποίος Τόμπι, ως γνωστόν, άπαξ και δει πόδι, θολώνει. Άρπαξε λοιπόν το πόδι της πεθεράς, το αγκάλιασε με τα δύο μπροστινά του πόδια και ξεκίνησε να το πηδάει με ευγνωμοσύνη.
"Συγνώμη, ΤΙ ΚΑΝΕΤΕ;;;" είπε η Χριστίνα που όσες φορές στη ζωή της προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία της, απέτυχε.
"ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ!!!" είπε η πεθερά και δοκίμασε να ξεκολλήσει το σκύλο απ' το πόδι της. "ΠΑΡΤΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΔΙΑΟΛΟ ΑΠΟ ΠΑΝΩ ΜΟΥ!!!" έβαλε τις φωνές.
"Σσσσσσσσσσστ!" είπε η Χριστίνα τσαντισμένη. "Θα ξυπνήσετε το μωρό!" Και γυρίζοντας προς τον σκύλο: "Κάτω Τομπι! Κάτω!!!"
"ΜΑ... ΜΑ ΤΙ ΚΑΝΕΙ ΣΤΟ ΠΟΔΙ ΜΟΥΙ!!!" φώναξε πανικόβλητη η πεθερά η οποία προφανώς τώρα συνειδητοποίησε πλήρως την κατάσταση και γούρλωσε έκπληκτη τα τεράστια μάτια της.
"ααααααααααααααΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ" ακούστηκε η Παναγιώτα από μέσα.
"Όρίστε! Τώρα ξύπνησε!" είπε η Χριστίνα εμφανώς θυμωμένη. "Ξέρετε πόσες ώρες μου παίρνει να την κοιμίσω;;;"
"Ναι, αλλά τώρα θα έχεις το Άγιο Παντελεήμονα να σε βοηθήσει" είπα εγώ
"ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ" επέμεινε η Παναγιώτα
Εν τω μεταξύ, η πεθερά είχε κοκκινίσει ολόκληρη, είχε γουρλώσει τα μάτια της, είχε αρπάξει την τσάντα της από το λουρί και την ανεβοκατέβαζε με τυφλό πανικό, χτυπώντας τον Τόμπι, το πόδι της, τα διπλανά έπιπλα, τον αέρα, φωνάζοντας πανικόβλητη:
"ΚΑΤΩ! ΣΑΤΑΝΑ! ΚΑΤΩ ΑΝΩΜΑΛΕ! ΚΑΤΩ ΕΙΠΑ!!!"
"Έλα Τόμπι! ΈΛΑ!" είπε η Χριστίνα τσαντισμένη και βούτηξε τον σκύλο στα χέρια της. "Πήγαινε μέσα!" είπε, τον πέταξε στην κρεβατοκάμαρα και έκλεισε την πόρτα πίσω του.
Η πεθερά έπεσε με φόρα επάνω σε μια καρέκλα παραδίπλα. "Ιησούς Χριστός Νικά .... ούφ... κι όλα τα κακά σκορπά!" μουρμούρισε λαχανιασμένη κι έκανε τον σταυρό της τρεις φορές, αναπνέοντας με δυσκολία.
Η Χριστίνα γύρισε στο δωμάτιο και την κοίταξε.
"Είστε καλά;" της είπε.
"Ωχχχ... Καλά κόρη μου. Καλά!" της απάντησε με τη γλυκιά της φωνή η πεθερά λαχανιασμένη. "Είχα... είχα μια κουμπάρα την Κυριακούλα που πέθανε έτσι..." είπε με κομμένη την ανάσα. "Την δάγκασε... ούφφφ... τη δάγκασε ένα τόσο δα μικρό σκυλάκι... και εκείνη παραπάτησε... ωχχχ ... έεεπεσε επάνω στη γωνία ενός τραπεζιού, χτύπησε το κεφάλι της ... έσπασε τον λαιμό της και έμεινε στον τόπο... ωχ ... όταν μπήκε στο δωμάτιο ο άντρας της, το σώμα της ήταν μπρούμυτα αλλά ... το κεφάλι της κοιτούσε το ταβάνι..." κατέληξε και μας κοίταξε με τα τεράστια μάτια της.
Μείναμε έτσι να την κοιτάμε σαν χαζοί.
"Ε;" είπε η Χριστίνα που ερχόταν για πρώτη φορά τετ-α-τετ με την σούπερ κουμπάρα.
"Που και να ακούσεις πως πέθανε η Σαβατούλα" της ψιθύρισα
"Ε;" ξαναείπε η Χριστίνα.
Εν τω μεταξύ η πεθερά, με το που είδε την νύφη της να την κοιτάει με ανοιχτό το στόμα, ανένειψε αυτομάτως:
"Ωραίααααα..." είπε με καινούργια ζωντάνια και έσκασε ένα τεράστιο χαμόγελο. "Και τώρα, ας πάμε να ησυχάσουμε το μωρό..." και πετάχτηκε απ' τη θέση της.
"Ε;" ξαναείπε η Χριστίνα
"ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ" είπε η Παναγιώτα.
"Το μωρό..." είπε η Πεθερά της και πέρασε από δίπλα της χαρούμενη. "Δεν το ακούς τόση ώρα;"
Κάντε κλικ εδώ για τη συνέχεια...
Θανάσημος
ΠΡΟΣ ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ ΜΟΥ ΚΟΙΝΟ:
Γεια σου μάνα!
Όπως ίσως παρατήρησες, χθες δεν έκανα ανάρτηση παρ' ότι το είχα υποσχεθεί. Λυπάμαι γι' αυτό αλλά ειλικρινά, τα πράγματα ήρθαν ΠΟΛΥ ανάποδα και δεν είχα καθόλου χρόνο. Σου υπόσχομαι ότι την Δευτέρα θα επανέλθω δριμύτερος! Εύχομαι να μην τσαντίστηκες πολύ και να ισχύει ακόμα η πρόσκληση για μεσημεριανό.
Φιλιά,
ο γιός σου
Τούτο είναι το 4ο μέρος της "Πεθεράς" της οποίας το πρώτο κομματάκι μπορείτε να βρείτε εδώ.
Καλή ανάγνωση!
-------------------------------------------------------------------
Φτάσαμε στο σπίτι των παιδιών, ακριβώς τη στιγμή που ο Βασίλης έβγαινε απ' την πόρτα του σπιτιού για το αεροδρόμιο.
"Βρε καλώς τους!" είπε μόλις μας είδε. "Αργήσατε!" και μου έσφιξε το χέρι. "Τι μυρίζει;" είπε.
"Εμετός..." είπα.
"Γεια σου αγόρι μου!" έκανε η πεθερά, έπεσε επάνω του και τον φίλησε. "Για να σε δω!" είπε και πήγε ένα βήμα πίσω. "Μμμμ... δεν τρως καλά, ε;"
"Μια χαρά τρώω ρε μάνα!" είπε ο Βασίλης. "Άσε με τώρα! Βιάζομαι! Θα χάσω το αεροπλάνο!"
"Περίμενε!" είπε η πεθερά. "Που είναι η Χριστίνα;"
"Στο σπίτι!" είπε ο Βασίλης φεύγοντας βιαστικά. "Χτύπα το κουδούνι!"
"Στο καλό και να ντύνεσαι ζεστά!" του φώναξε η πεθερά και έμεινε να τον κοιτάζει καθώς αυτός έμπαινε στο ταξί που τον περίμενε.
Φτάσαμε μπροστά στην πόρτα και πήρα με την άκρη του ματιού μου την πεθερά να σιάχνεται για να πρωτοσυναντήσει την νύφη της. Την περίμενα λοιπόν να ετοιμαστεί και μετά χτύπησα το κουδούνι. Βήματα ακούστηκαν πίσω απ' την πόρτα, μετά η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε.,. η θεία.
"Παρακαλώ;" είπε και μας κοίταξε με απορία
"Γειά σου θεία!" είπα εγώ
"Γειά σας" είπε η θεία και κοίταξε με ακόμα μεγαλύτερη απορία τις τσάντες που κουβαλούσα. Ύστερα τα μάτια της έλαμψαν. "Α!" είπε. "Πουλάτε εγκυκλοπαίδειες!"
"Χα, χα!" γέλασα εγώ. "Όχι ρε θεία! Εγώ είμαι ο φίλος της Χριστίνας! Δεν με θυμάσαι;"
Η θεία με κοίταξε.
"Μμμμ..." είπα εγώ. "Η Χριστίνα που είναι;" ρώτησα
"Εεε..." είπε η θεία. "Είναι στην τουαλέτα" και με ξανακοίταξε καλά καλά. "Λοιπόν, ευχαριστώ πολύ αλλά δεν θα πάρουμε, εντάξει;" είπε και μας έκλεισε την πόρτα.
Μείναμε έτσι με την πεθερά να κοιτάμε για λίγο ο ένας τον άλλον.
"Ποιά είναι η κυρία;" ρώτησε στο τέλος η πεθερά.
"Εεε, είναι η θεία της Χριστίνας" είπα. "Έχει αλτσχάιμερ..." εξήγησα
"Αααα..." είπε η πεθερά. "Αλτσχάιμερ! Είχα μια κουμπάρα που είχε αλτσχάιμερ..." ξεκίνησε να λέει όταν η πόρτα άνοιξε απότομα κι εμφανίστηκε η Χριστίνα αλαφιασμένη.
"Γειά σας, γειά σας!" είπε. "Γειά σου μαμά!" έκανε και κοίταξε την πεθερά της
"Γειά σου κόρη μου!" είπε και η πεθερά συγκινημένη και τη φίλησε.
"Περάστε, περάστε!" είπε η Χριστίνα κι έκανε στην άκρη για να περάσει η πεθερά της στο χώλ. Ύστερα στράφηκε προς το μέρος μου και με φίλησε.
"Καλώς ήρθες!" μου είπε. "Τι μυρίζει;"
"Εμετός..." είπα εγώ και μπήκα μέσα στο σπίτι.
"Θεία τον θυμάσαι τον φίλο μου;" είπε η Χριστίνα στην θεία δείχνοντας με.
"Ναι, ναι, βεβαίως!" είπε η θεία και χαμογέλασε ευγενικά. "Που πουλάει εγκυκλοπαίδειες..." συμπλήρωσε και μου χαμογέλασε ευγενικά.
Εν τω μεταξύ, η Χριστίνα ξαναγύρισε στην πεθερά της:
"Να σας συστήσω την θεία μου και μοναδικό μου συγγενή!" της είπε. Η πεθερά κοίταξε με τα τεράστια μάτια της τη θεία, έσκασε ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά, αναφώνησε: "ΣΥΜΠΕΘΕΡΑ!!!" και προχώρησε να την αγκαλιάσει.
Η θεία χαμογέλασε κι αυτή και την αγκάλιασε αμήχανα.
"Τι κάνεις;" της είπε η πεθερά και την κοίταξε στα μάτια. Η θεία την κοίταξε με απορία. Ήταν προφανές ότι δεν είχε καταλάβει καθόλου ποια ήταν η κυρία.
"Είσαι καλά;" επέμεινε η πεθερά.
"Εεε... με πονάει λίγο το πόδι μου" είπε η θεία αμήχανα και αποφάσισε να πάρει τη βοήθεια του κοινού.
"Η κυρία;" ρώτησε την Χριστίνα. "Είναι γιατρός;"
"Είναι η μητέρα του Βασίλη!" είπε η Χριστίνα.
"Βασίλη, Βασίλη..." έσμιξε τα φρύδια της η θεία.
"Του Βασίλη ρε θεία! Του πατέρα της Παναγιώτας!" είπε η Χριστίνα.
Το βλέμμα της θείας πλανήθηκε στον χώρο και τελικά έπεσε επάνω μου.
"Ααααα!!! Ναι, καλέ! Ο Βασίλης!" είπε και τα μάτια της λάμψανε. Μετά γύρισε και κοίταξε την πεθερά. "Και η κυρία;" ρώτησε
"Ωχ βρε θεία!" είπε η Χριστίνα και στράφηκε προς την πεθερά της.
"Θα πρέπει να είστε κουρασμένη, ε;"
"Όχι κούκλα μου! Μην ανησυχείς!" είπε η πεθερά και της χαμογέλασε. Μόνο κάπου να κάτσω" πρόσθεσε
"Ναι, βεβαίως! Από εδώ!" είπε η Χριστίνα και της έδειξε την πόρτα της κουζίνας. Ύστερα γύρισε προς το μέρος μου
"Μα καλά; Πόση ώρα κάνατε για να έρθετε;" με ρώτησε
"Οχτώ ώρες" της είπα και την κοίταξα με μίσος.
"ΟΧΤΩ ΩΡΕΣ;;;" μου είπε. "Γιατί; Έβρεχε;"
"Ναι" είπα εγώ. "Κουμπάρες...""
"Ορίστε;" είπε η Χριστίνα
"Θα καταλάβεις..." της είπα και μπήκα στην κουζίνα. Η πεθερά είχε ήδη καθίσει σε μια καρέκλα, οπότε κάθισα κι εγώ σε μια άλλη, δίπλα στη θεία. Από πίσω μου μπήκε και η Χριστίνα.
"Επιτέλους συναντιόμαστε!" είπε στην πεθερά της χαρούμενη
"Ναι, ναι..." είπε η πεθερά. "Επιτέλους!" και σταμάτησε να την κοιτάξει. "Άμα είχατε παντρευτεί βέβαια θα είχαμε συναντηθεί νωρίτερα..." πρόσθεσε. "Αλλά ας είναι..."
Κοίταξα την Χριστίνα η οποία προσποιήθηκε πολύ επιτυχώς ότι δεν άκουσε τίποτα, κοιτώντας με επιμονή ένα καρφί στον τοίχο της κουζίνας και αναρωτιόμενη τι καιρό να κάνει άραγε αύριο στην Αυστραλία.
Από την άλλη μεριά, η θεία έπεσε απ' τα σύννεφα. Γούρλωσε τα μάτια της, κοίταξε με απορία την Χριστίνα και τελικά έσκυψε προς το μέρος μου και μου ψιθύρισε στο αυτί:
"Καλά, δεν είστε παντρεμένοι;"
Γύρισα και την κοίταξα.
"Όχι, θεία" της είπα τελικά. "Χωρίσαμε..."
"Α!" είπε η θεία. "Χαμπάρι δεν πήρα..."
Κάντε κλικ εδώ για την συνέχεια...
Θανάσημος
Η ιστορία της Πεθεράς αρχίζει από εδώ. Η ιστόρια της Γέννας (που καταλήγει στην ιστορία της πεθεράς) αρχίζει από εδώ. Πριν από την Γέννα υπήρχε το χάος...
Καλή ανάγνωση!
--------------------------------------------------------------------------------------------
Σταματήσαμε μια ώρα μετά. Ήταν ένας από εκείνους τους αυτοκινητιστικούς σταθμούς με εστιατόρια, καφετέριες, βενζινάδικα και έναν ολόκληρο κόμβο που σε έβγαζε με ασφάλεια από τον αυτοκινητόδρομο και αφού σε περνούσε δίπλα από μια πινακίδα που σε καλωσόριζε και σε προσκαλούσε να επισκεφτείς όλες τις ανέσεις του σταθμού, σε οδηγούσε σε ένα πάρκινγκ με μια πινακίδα που σε προειδοποιούσε να μην αφήσεις εκεί το αυτοκίνητο σου γιατί θα στο κλέψουν.
Έχοντας οδηγήσει δύο ώρες με ογδόντα, είχα για πρώτη φορά την καταπληκτική εμπειρία να με προσπεράσουν ΟΛΕΣ οι νταλίκες που συνάντησα στον αυτοκινητόδρομο, διαξονικές και τριαξονικές ενώ σε κάποια στιγμή με προσπέρασε και ένα παπάκι (!) που προφανώς είχε μεγαλώσει μακριά απ' τη μάνα του και νόμιζε ότι είναι μηχανή. Ταυτόχρονα, ο ήλιος έκαιγε απ' έξω και η θερμοκρασία είχε σκαρφαλώσει στους 35 βαθμούς υπό σκιάν. Παρ' όλες όμως τις απέλπιδες προσπάθειες μου, η πεθερά αρνούνταν πεισματικά να επιτρέψει να ανοίξει έστω κι ένα παράθυρο μέσα στο αυτοκίνητο, με το ακράδαντο επιχείρημα ότι "θα κάνει ρεύμα".
"Μα κι εγώ ΑΥΤΟ θέλω!!!" της είπα κάποια στιγμή απελπισμένος, με τον ιδρώτα να κυλάει πλέον σαν νερό απ' το μέτωπο μου και τα ρούχα μου να έχουν γίνει ΤΕΛΕΙΩΣ ΜΟΥΣΚΕΜΑ από την ζέστη.
"Μα, θα κάνει ΡΕΥΜΑ!" μου ξαναείπε για εκατοστή φορά.
"Μα..." προσπάθησα να εξηγήσω. "ΑΥΤΟ ΘΕΛΩ!!!" είπα απελπισμένος
"Μα..." μου είπε για εκατοστή πρώτη φορά. "Θα κάνει ΡΕΥΜΑ!" και μου χαμογέλασε γλυκά.
Πάρκαρα σε μια θέση όσο μπορούσα πιο κοντά στην είσοδο της καφετέριας. Τα χέρια μου τρέμανε από ανυπομονησία καθώς άνοιγα την πόρτα του αυτοκινήτου και ανάσανα με απόλαυση όταν με χτύπησε ένας ζεστό κύμα καύσωνα με το που άνοιξα την πόρτα.
Απόλαυση!
Βγήκα από το αυτοκίνητο για να τεντωθώ και βρήκα την ευτυχία.
«Ευτυχία!» έβαλα μια φωνή
«Εεεε, ναι;» είπε η Ευτυχία και με κοίταξε με απορία.
«Τι κάνεις ρε Ευτυχία;» είπα και έκανα ένα βήμα προς το μέρος της. «Πόσα χρόνια έχω να σε δω;»
«Εεε, πόσα;» είπε η Ευτυχία που προφανώς δεν με θυμόταν καθόλου
«Έλα ρε συ! Δεν με θυμάσαι; Που σου έστελνα ερωτικά ραβασάκια στο μάθημα, στο λύκειο!» είπα. Ήταν ο πρώτος έρωτας της ζωής μου.
«Α!!!» είπε η Ευτυχία και έσκασε ένα τεράστιο χαμόγελο. «Οοοοο...» είπε και κόλλησε.
«Ναι, ναι!!!» είπα εγώ ενθουσιασμένος που με θυμήθηκε και χαμογέλασα πλατιά
«Τι κάνεις ρε συ;» μου είπε
«Μια χαρά! Εσύ;» είπα
«Καλά, καλά!» είπε εκείνη. «Να σου πω; Το ξέρεις ότι την άλλη Πέμπτη το απόγευμα έχουμε συνάντηση συμμαθητών;»
«Όχι! Που;» έκανα
«Μπροστά στο σχολείο!» είπε και κοίταξε πάνω απ' τον ώμο μου:
«Η μητέρα σου;» ρώτησε κοιτώντας προς την πεθερά που μόλις είχε βγει απ' το αυτοκίνητο και μας πλησίαζε.
«Όχι, όχι!» είπα. «Θεός φυλάξει!» πρόσθεσα ψιθυριστά
«Η πεθερά μήπως;» είπε και μου χαμογέλασε πονηρά
«Εεεε, βασικά είναι όντως πεθερά αλλάαα... που να σου εξηγώ τώρα... είναι λίγο μπερδεμένο...» είπα προσπαθώντας να επιστρέψω στο προηγούμενο θέμα
«Μπερδεμένο;» απόρησε η Ευτυχία
«Είμαι η μητέρα του Βασίλη!» πετάχτηκε η πεθερά από πίσω μου.
«Του Βασίλη;» είπε η Ευτυχία και την κοίταξε με απορία. Ύστερα κοίταξε εμένα. Ύστερα χαμογέλασε με νόημα. «Αααααα!!!» είπε και μου έκλεισε το μάτι πονηρά. «Του Βασίληηηη! Κατάααααλαβα!»
Την κοίταξα για μια στιγμή με απορία και μετά γούρλωσα τα μάτια μου. «Όχι, ΟΧΙ!!! Δεν είναι αυτό που νομίζεις!!!» είπα πανικόβλητος.
«Έλα τώρα ρε 'σύ!» είπε η Ευτυχία χαμογελαστά και μπήκε στο αυτοκίνητο της. «Μην φοβάσαι! Εγώ είμαι μοντέρνος άνθρωπος!» και έκλεισε την πόρτα. «Ωραίο όνομα το Βασίλης!» είπε, έβαλε μπροστά και έφυγε.
Έμεινα έτσι να κοιτάζω το αυτοκίνητο της να απομακρύνεται. Ήξερα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναπάω σε συνάντηση συμμαθητών. Ποτέ.
«Τι συμπαθητική κοπέλα!» άκουσα τη φωνή της πεθεράς από δίπλα μου. «Έλα τώρα, πάρε το αυγουλάκι σου!» πρόσθεσε και μου έβαλε ένα βρασμένο αυγό στο χέρι.
Υπάρχει μια λαϊκή μυθολογία σχετικά με ένα Μεγάλο Δάχτυλο που κατά καιρούς βγαίνει μέσα από τα σύννεφα και δείχνει τυχαία έναν άνθρωπο που περπατάει στο δρόμο, ο οποίος αυτομάτως κερδίζει στο λόττο, στο πρότο και στο λαϊκό, ακόμα κι αν δεν έχει παίξει. Κατά την άποψη μου, πρόκειται για μια εικόνα σωστή, αλλά ημιτελή. Υπάρχει όντως ένα τέτοιο τεράστιο Δάχτυλο και κατά καιρούς κάποιοι άνθρωποι μοιάζουν με τον Γκαστόνε, χωρίς κανέναν προφανή λόγο. Αλλά δεν υπάρχει μόνο το Δάχτυλο. Υπάρχει επίσης και ένας Μεγάλος Κώλος. Ο οποίος κατά καιρούς βγαίνει μέσα από τα σύννεφα, επιλέγει έναν άνθρωπο και τον χέζει πατώκορφα. Ο συνδυασμός Δάχτυλο - Κώλος νομίζω ότι δίνει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της πραγματικότητας...
Τις ημέρες που σε χέζει ο Μεγάλος Κώλος, σου πέφτουν επάνω σου όλα τα κακά της μοίρας σου, μαζί. Πακέτο. Εκείνες τις ημέρες λειτουργείς ως ένας τεράστιος μαγνήτης. Τίποτα δεν μπορεί να αντισταθεί στην ακαταμάχητη έλξη της γκαντεμιάς σου. Απ' όπου κι αν περάσεις, παρακείμενα ανενεργά προβλήματα έλκονται με τεράστια δύναμη και εκτοξεύονται κατά πάνω σου από παντού, μέσα από πόρτες και ανοιχτά παράθυρα, μέσα από καλώδια και υδραυλικούς σωλήνες, μέσα από ηλεκτρονικούς υπολογιστές, τηλεφωνικές γραμμές, δρόμους και πεζοδρόμια, με αποτέλεσμα να μην προλαβαίνεις να καταλάβεις τι σου ήρθε και από που. Αυτές τις ημέρες, ό,τι είναι αδύνατον να σου συμβεί σου συμβαίνει. Το να μείνεις σπίτι σου δεν σε προστατεύει από τίποτα. Το να βγεις έξω, επίσης. Ό,τι και να κάνεις, είσαι απλά καταδικασμένος.
Κάτι τέτοιες ημέρες, η πιο σωστή άμυνα είναι η στωικότητα. Να μην κάνεις τίποτα. Να αφήνεις τα σκατά να πέφτουν επάνω σου με την παθητικότητα ενός πολιτικού που τον βρίζουν. Προπαντός, μην προκαλείς. Μην κάνεις ΚΑΜΙΑ κίνηση για να λύσεις κάποιο πρόβλημα. ΔΕΝ θα το λύσεις. Θα το κάνεις χειρότερο. Αυτές τις ημέρες, η μοναδική σου διέξοδος είναι να αποδεχθείς ότι είσαι μια τουαλέτα με αποκλειστικό σκοπό να σε χέσει ο τεράστιος κώλος του σύμπαντος. Η μόνη σου ευχή θα πρέπει να είναι να θυμηθεί στο τέλος να τραβήξει το καζανάκι...
Κι εκεί λοιπόν που στεκόμουν στη μέση ενός πάρκινγκ δίπλα στην εθνική, με ένα βραστό αυγό στο χέρι και τον πρώτο μου έρωτα να απομακρύνεται για πάντα απ' τη ζωή μου νομίζοντας ότι είμαι γκέι, εκείνη ακριβώς τη στιγμή που αναρωτιόμουνα μήπως τελικά ζούσα μια απ' αυτές τις ημέρες, τότε ήταν που ο Γιαννάκης ξεκίνησε το μπάσιμο του από το κέντρο του πάρκινγκ.
Δεν είχε μπάλα. Δεν φορούσε αθλητική περιβολή. Δεν ήταν καν προπονητής της Εθνικής μπάσκετ. Παρ' όλα αυτά, έκανε ένα εντυπωσιακό σπρίντ, πέρασε μπροστά από δεκάδες περαστικούς που κοιτούσαν με απορία αυτόν τον πεντάχρονο πιτσιρίκο που έτρεχε ανάμεσα τους σαν παραζαλισμένο κοτόπουλο, έφτασε ακριβώς μπροστά μου, σταμάτησε, έσκυψε και ΕΚΑΝΕ ΕΜΕΤΟ ΣΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΜΟΥ!!!
Έκανε. Εμετό. Στα. Παπούτσια. ΜΟΥ
Δεν τον ήξερα. Δεν τον είχα ξαναδεί στη ζωή μου. Κι όμως. Επέλεξε ΕΜΕΝΑ. Πρέπει να υπήρχαν ίσαμε 100 άνθρωποι εκεί τριγύρω. Δηλαδή τουλάχιστον 200 άλλα διαθέσιμα παπούτσια. Για να μην μιλήσω για κάτι εκατοντάδες στρέμματα γης απολύτως δεκτικής σε τέτοιου είδους ενέργειες. Και ο μικρός Γιαννάκης επέλεξε να τρέξει τριάντα μέτρα για να κάνει εμετό στα παπούτσια ΜΟΥ!!!
"Γιαννάκηηηη!!!" ακούστηκε η φωνή της μάνας του από το βάθος του πάρκινγκ. "Μην ενοχλείς τον κύριο!"
"Α, μην ανησυχείτε!" της φώναξε η πεθερά από δίπλα μου. "Δεν υπάρχει ΚΑΝΕΝΑ πρόβλημα! Κι εγώ μάνα ήμουν και ξέρω πως είναι τα παιδιά!"
Κάντε κλικ εδώ για τη συνέχεια...
Θανάσημος
Υ.Γ. Παρακαλώ, μην ξεχάσετε να βάλετε ΑΣΤΕΡΑΚΙΑ!!! Δεν χρειάζεται να βάλετε πολλά. Βάλ' τε όσα πιστεύετε.
Οδηγίες Χρήσεως:
1) Τοποθετήστε το ποντίκι επάνω στα λευκά αστεράκια
2) Επιλέξτε το αστεράκι που σας ταιριάζει
3) Πιέστε το αριστερό κουμπί του ποντικιού επάνω του
4) Μετανιώστε για την επιλογή σας.
Μερσί!
Εδώ θα βρείτε το πρώτο επεισόδιο της ιστορίας κι εδώ θα βρείτε κάτι για να σας βοηθήσει κατά την διάρκεια της ανάγνωσης...
...και τώρα αγαπητοί μου, παρακαλώ υποδεχθείτε... την Πεθερά...
------------------------------------------------------------------------
Ήταν μια πολύ συμπαθητική κοντή κυρία, με μεγάλα στρόγγυλα κοκάλινα γυαλιά που μεγαλώνανε τα μάτια της και τα κάνανε να μοιάζουνε σαν τηγανητά αυγά. Είχε γκριζόλευκα μαλλιά πιασμένα πίσω σε έναν μικρό κότσο. Ήταν ολοστρόγγυλη και με το που την είδα, μου θύμισε έντονα την Ροζίτα Σόκου.
«Καλημέρα σας!» της είπα «Περάστε!» και της άνοιξα την πόρτα
«Ευχαριστώ» μου είπε πολύ ευγενικά και μπήκε στο αυτοκίνητο. Ήταν πολύ γλυκιά και την φαντάστηκα αμέσως να κάθεται το χειμώνα δίπλα στο τζάκι και να λεει παραμύθια στα παιδάκια πριν πάνε για ύπνο. «Τυχερή η Χριστίνα!» σκέφτηκα.
Ξεκίνησα να οδηγώ και ένα – δυό λεπτά αργότερα περνώντας δίπλα από μια εκκλησία, έπιασα την πεθερά με την άκρη του ματιού μου να σηκώνει το χέρι της και να κάνει τον σταυρό της. Δεν είπα τίποτα αλλά την κατάλαβα να γυρίζει προς το μέρος μου και να με κοιτάει έντονα. Ένοιωθα τα μεγάλα της μάτια να με κοιτάνε επικριτικά αλλά έκανα ότι δεν πήρα χαμπάρι και συνέχισα να οδηγώ, μέχρι που δεν άντεξε και μίλησε:
«Είχα μια κουμπάρα την Κική» είπε με την γλυκιά της φωνή.
«Α, ναι;» έκανα εγώ με ενδιαφέρον
«Ναι!» είπε. «Ο γιος της δεν πίστευε στον Θεό, δεν πάταγε στην εκκλησία και δεν έκανε ποτέ τον σταυρό του...»
«Μμμμ...» είπα εγώ και σταμάτησα στο φανάρι.
«Όταν ήταν εικοσιτριών, ο γιός της πέθανε! Έτσι ξαφνικά! Εκεί που περπατούσε στο δρόμο, έπεσε κάτω και πέθανε!»
«Ναι, ε;» είπα αμήχανα και την κοίταξα καλά καλά στα τεράστια μάτια της.
«Τον τιμώρησε ο Θεός...» είπε και με κοίταξε κατάματα. «Η Κική με το που το έμαθε, της πέσανε τα μαλλιά. Άρχισε να παραμιλάει. Τρελάθηκε. Τώρα κάθε βράδυ πηγαίνει και κοιμάται επάνω στον τάφο του»
Δεν είπα τίποτα. Με κοιτούσε κατάματα με τα τεράστια μάτια της και έμεινα να την κοιτάω κι εγώ άφωνος μέχρι που άνοιξε το στόμα της και μου είπε:
«Πράσινο!»
«Ε;» είπα
«Μπίιιιιιιιιιιιιιιπ!» ακούστηκε η κόρνα του από πίσω.
«Ξεκίνα!» είπε η πεθερά και γύρισε μπροστά της.
Έβαλα πρώτη και προσπάθησα να συνέλθω από την ψυχρολουσία. Αυτή η γυναίκα είχε τον τρόπο να λεει τα πιο φοβερά πράγματα με τον πιο γλυκό τρόπο! «Ωραία» σκέφτηκα. «Πέντε ώρες μαζί στο αυτοκίνητο!» υπενθύμισα στον εαυτό μου και προσπάθησα να προετοιμαστώ ψυχολογικά.
Δεν πρόλαβα όμως να συνέλθω και δέχθηκα νέα επίθεση:
Το καλοριφέρ δουλεύει; μου είπε
Εεεε, εννοείτε το ερ κοντίσιον; είπα. Ναι, το έχω βάλει στο εικοσιεφτά...
"ΑΙΡ ΚΟΝΤΙΣΙΟΝ;;;" γούρλωσε τα μάτια της η πεθερά
"Νάτα μας..." σκέφτηκα
"Κλείστο αυτό το πράγμα παιδάκι μου! Θα αρρωστήσουμε!"
"Μα... έξω κάνει τριανταπέντε!" διαμαρτυρήθηκα
"Αααα, κοίταξε να δεις!" είπε η πεθερά με την γλυκιά της φωνή. "Εγώ όταν γεννήθηκα δεν υπήρχαν αιρ κοντίσιον και μια χαρά ζούσαμε!"
"Εσείς όταν γεννηθήκατε δεν υπήρχαν ούτε αυτοκίνητα!" σκέφτηκα. "Να κατεβούμε να πάρουμε την άμαξα;" Αλλά ευτυχώς συγκρατήθηκα και δεν είπα τίποτα.
Εν τω μεταξύ η πεθερά είχε απλώσει το χέρι της και άναψε τα αλάρμ.
"Μα... ΤΙ ΚΑΝΕΤΕ ΕΚΕΙ;;;" είπα
"Κλείνω το αιρ κοντίσιον..." μου είπε η πεθερά και έβαλε μπροστά τα φώτα ομίχλης
"ΓΙΑ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ!" είπα καθώς την έβλεπα να πλησιάζει τον μοχλό των ταχυτήτων. "Θα το κλείσω εγώ!"
Χαμογέλασε γλυκά και είπε:
"Αχ ευχαριστώ!" και έκατσε πίσω στην θέση της. "Και αν έχεις την καλοσύνη μην ανοίξεις το παράθυρο σε παρακαλώ! Θα μας πιάσει το ρεύμα..."
Λίγο μετά βγήκαμε στον αυτοκινητόδρομο...
Υπάρχουν δύο πράγματα που κάνω συνήθως όταν βγαίνω στον αυτοκινητόδρομο: χαλαρώνω και επιταχύνω. Δεν πέρασαν δύο λεπτά και άκουσα μια αγχωμένη γλυκιά φωνή από δίπλα μου:
«Αχ καλέ, με πόσα πας;»
«Εεεε... με εκατόν είκοσι» είπα και γύρισα να την κοιτάξω. Ένοιωθα χοντρές σταγόνες ιδρώτα να κυλάνε αργά στο μέτωπο μου.
«ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ!!!» έβαλε μια φωνή. «ΕΚΑΤΟΝ ΕΙΚΟΣΙ!!!» και γούρλωσε τα μάτια της τα οποία μεγαλώσανε τόσο πολύ που ξεχειλίσανε από τους φακούς των γυαλιών με αποτέλεσμα να μου έρθει μια τρομερή επιθυμία να βάλω τα γέλια. Συγκρατήθηκα και κάρφωσα το βλέμμα μου στον δρόμο.
«Εεεε...» είπα «Μην ανησυχείτε! Τόσο είναι και το όριο ταχύτητας»
«Μα καλά; Κι εσύ πρέπει να οδηγείς ΟΡΙΑΚΑ;;;» είπε.
«Κοιτάξτε...» είπα
«Σε παρακαλώ πολύ!» με διέκοψε πανικόβλητη. «Κόψε αμέσως ταχύτητα! ΘΑ ΣΚΟΤΩΘΟΎΜΕ!!!»
«Μα πως θα σκοτωθούμε;;;» διαμαρτυρήθηκα. «Είμαστε ΜΟΝΟΙ στον δρόμο!!!»
«ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ!!!» έβαλε τις φωνές η πεθερά. «Δεν έχει ΚΑΜΙΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ σημασία!!!»
«Δηλαδή τι θέλετε να κάνω; Να πάω με εκατό;» είπα απελπισμένος
«Με ογδόντα!» είπε η πεθερά και κάρφωσε τα μάτια της επάνω μου.
Δεν είπα τίποτα αλλά δεν έκοψα και ταχύτητα, προσπαθώντας να σκεφτώ τι πρέπει να κάνω για να λύσω το πρόβλημα, όταν την άκουσα να λέει:
«Είχα μια κουμπάρα την Ματούλα...»
«Μμμμ...» είπα. Ένοιωθα όλη μου την πλάτη να κολυμπάει στον ιδρώτα.
«Μια φορά που γύριζαν όλη η οικογένεια με το αυτοκίνητο από την πόλη, έσκασε το λάστιχο, έφυγε το αυτοκίνητο απ' το δρόμο και πήγε και καρφώθηκε στο απέναντι ρεύμα...»
«Μμμμ...» ξαναείπα εγώ.
«Από την άλλη μεριά έρχονταν ένα σχολικό λεωφορείο...» είπε η πεθερά. «Το σχολικό ανατράπηκε και όλα τα παιδάκια σκοτωθήκανε. Ο μόνος που έζησε απ' τη σύγκρουση ήταν ο άντρας της Ματούλας»
«...»
«Τον έχουν σε αναπηρικό καροτσάκι και τον ταϊζουν με καλαμάκι γιατί δεν μπορεί να φάει κανονικά. Κάθε μέρα κλαίει και παρακαλεί να του δώσουμε ποντικοφάρμακο να πεθάνει. Αλλά δεν γίνονται αυτά τα πράγματα...» κατέληξε η πεθερά και με κοίταξε επίμονα.
Για μερικά δευτερόλεπτα επικράτησε ησυχία μέσα στο αυτοκίνητο. Στο τέλος έσκυψε προς το μέρος μου να δει με πόσα πάω. «Ογδόντα» διαπίστωσε με ικανοποίηση. «Ωραία!» είπε και μου χαμογέλασε με ανακούφιση. «Αυγουλάκι θες;»
«Ε; Τι;» είπα εγώ που ακόμα δεν μπορούσα να συνέλθω απ' το σοκ της διαπίστωσης ότι το ταξίδι μου μόλις είχε μεγαλώσει κατά 2 ώρες.
«Αυγουλάκι!» είπε η πεθερά με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. «Με τα χέρια μου τις ταϊζω τις κοτούλες!» και έβγαλε ένα τάπερ από την τσάντα της.
«Όχι, όχι! Ευχαριστώ!» είπα
«Μμμμ...» έκανε και ξαναέβαλε το τάπερ μέσα. «Δίκιο έχεις. Θα το φας άμα σταματήσουμε...» είπε γλυκά και κοίταξε έξω απ' το παράθυρο ευτυχισμένη...
Kάντε κλικ εδώ για τη συνέχεια...
Θανάσημος
Σήμερα ξεκινάει ο δεύτερος κύκλος επεισοδίων της "Γέννας," υπό τον γενικό τίτλο "Η Πεθερά". Σε περίπτωση που δεν έχετε ιδέα για τι πράγμα μιλάω, μπορείτε άνετα να βγείτε τώρα απ' το μπλόγκ και να συνεχίσετε την ανέμελη ζωή σας, χωρίς νέες έγνοιες και σκοτούρες. Εάν όμως επιθυμείτε ντε και καλά να υποφέρετε, τότε μπορείτε να ξεκινήσετε την ανάγνωση των προηγούμενων επεισοδίων από εδώ.
Και επειδή ο προηγούμενος κύκλος θα σας πάρει κανένα σαραντάλεπτο για να τον ολοκληρώσετε, να διευκρινίσω ότι μπορείτε και να ξεκινήσετε να διαβάζετε άμεσα την ιστορία από εδώ και πέρα. Σας εγγυώμαι ότι η μη ανάγνωση των προηγούμενων επεισοδίων ΔΕΝ πρόκειται να σας στερήσει την υπέρτατη αλήθεια...-------------------------------------------------------------------------------
Η ΠΕΘΕΡΑ - 1:
Εκείνη την ημέρα, καθόμουν ήσυχα – ήσυχα στο σαλόνι μου και έκανα την αγαπημένη μου ασχολία, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Το κοίταξα για λίγο αμφιταλαντευόμενος ανάμεσα στο να κουνηθώ ή να μην κουνηθώ απ΄ τη θέση μου, όταν άκουσα την μικρή, σοφή φωνούλα μέσα μου να μου λέει: «Μην το σηκώνεις!».
Όπως είναι φυσικό, το σήκωσα.
«Εμπρός;» είπα
«Θυμάσαι τότε που είχες έρθει επίσκεψη στην Αθήνα και την πρώτη ημέρα αρρώστησες και έμεινες μια εβδομάδα με πυρετό στο σπίτι μου και σε φρόντιζα και σου έφτιαχνα σούπες αντί να σε πετάξω στον δρόμο και να σε αφήσω να ψοφήσεις σαν σκυλί;» άκουσα μια γυναικεία φωνή στα πρόθυρα της υστερίας.
«Γεια σου Χριστίνα!» είπα. «Χαίρομαι που σε ακούω!»
«Ε, λοιπόν, ήρθε η ώρα να μου το ξεπληρώσεις!» συνέχισε ακάθεκτη η Χριστίνα
«Μμμμ...» είπα. «Θες να σου επιστρέψω τα ντεπόν;»
«Θέλω να μου φέρεις την πεθερά μου»
«ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ;;;» είπα
«Θέλω να μου φέρεις την πεθερά μου!» επανέλαβε η Χριστίνα
Ακολούθησε μια παύση.
«Εεεε...» έκανα στο τέλος. «Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι την πεθερά σου την έχω εγώ;» είπα αργά. «Λες να την κρατάω όμηρο στο υπόγειο;»
«Σταμάτα ρε τις βλακείες!» είπε η Χριστίνα. «Αφού το ξέρεις ότι μένει εκεί, σε ένα χωριό κοντά σου»
«Αν δεν συμφωνήσουμε πρώτα στα λίτρα, εγώ δεν κάνω τίποτα!» είπα
«Ρε ΣΤΑΜΑΤΑ ΝΑ ΜΕ ΔΟΥΛΕΥΕΙΣ!» έβαλε τις φωνές η Χριστίνα. «Θέλω να μου την φέρεις με το αυτοκίνητο στην Αθήνα» είπε
«Μάαααλιστα...» είπα εγώ. «Και που θα γίνει η ανταλλαγή;»
«Στο σπίτι μου» είπε η Χριστίνα
«Μάααααλιστα...» ξαναείπα και έκανα άλλη μια παύση.
«Το περίμενα...» είπα στο τέλος.
«Τι περίμενες;» μου είπε
«Ότι κάποια μαλακία θα μου έλεγες...»
«Γιατί;» είπε η Χριστίνα
«Τι γιατί ρε Χριστίνα; Εδώ άλλοι κάνουν αμάν να φύγει η πεθερά τους κι εσύ θέλεις να σου την κάνουμε χομ ντιλίβερι; Να την τυλίξω και σε πίτα;»
«Έλα ρε συ!» είπε η Χριστίνα. «Τι προκαταλήψεις είναι αυτές με τις πεθερές; Μια χαρά είναι η γυναίκα»
«Γιατί την ξέρεις;» ρώτησα
«Εεεε, εννοείς προσωπικά;» είπε η Χριστίνα
«Όχι εννοώ αν την έχεις δει στην τηλεόραση» είπα εγώ.
«Σταμάτα ρε βλάκα!»
«Τι σταμάτα; Την έχεις γνωρίσει ποτέ ή όχι;»
«Εεε... όχι!» είπε η Χριστίνα. «Αλλά μην ανησυχείς! Τι πρόβλημα να μου δημιουργήσει εβδομήντα χρονών γυναίκα ρε συ;»
«Εκείνο το πρόβλημα που δεν έχεις τώρα;» πρότεινα
«Κοίτα να δεις. Δεν υπάρχει άλλη λύση!» είπε η Χριστίνα. «Ο Βασίλης μόλις έμαθε ότι πρέπει να πετάξει με την δουλειά του μεθαύριο πρωί για εξωτερικό. Θα λείψει πέντε ημέρες. Πως θα τα καταφέρω εγώ μόνη μου;»
«Τι εννοείς;» ρώτησα. «Ότι δεν μπορείς να φέρεις βόλτα ένα μωρό μόνη σου;;;»
«Εεε, αυτές τις ημέρες πρέπει να πάω να κάνω και κάτι δουλειές έξω...» είπε η Χριστίνα
«Τι δουλειές ρε Χριστίνα;» είπα εγώ.
«Άσε με τώρα, που να σου εξηγώ!» είπε η Χριστίνα. «Έχω μπλέξει...»
«Μάαααλιστα...» είπα για άλλη μια φορά. «Και δεν μου λες; Γιατί δεν μπορεί να πάρει το τρένο και να έρθει μόνη της;» ρώτησα
«Εεεε, γιατί φοβάται...» είπε η Χριστίνα «...λεει ότι με το τρένο πέθανε μια κουμπάρα της...»
«Μμμμ... κι αν πάρει λεωφορείο;»
«Εεεε, το ίδιο...»
«Τι το ίδιο; Πέθανε από λεωφορείο η κουμπάρα της;»
«...»
«Με ταξί;»
«Εεεε... το ίδιο...»
«ΤΙ ΤΟ ΙΔΙΟ ΡΕ ΧΡΙΣΤΙΝΑ;;; Τι κουμπάρα είναι αυτή; Η σούπερ κουμπάρα; Την έχουν πατήσει τρένα, λεωφορεία, ταξί κι εκείνη κάθε φορά σηκώνεται απ' τον τάφο και πάει και ξαναπέφτει στις ράγες του τραμ; Αυτή δεν είναι κουμπάρα ρε μαλάκα. Αυτή είναι η πολιτική ζωή της Ελλάδας!»
«Χα χα! Σταμάτα ρε! Δεν ξέρω. Έτσι μου είπε. Μπαίνει μόνο σε αυτοκίνητα γνωστών»
«Η κουμπάρα;»
«Η πεθερά μου ρε βλάκα!»
Ακολούθησε ακόμα μια παύση.
«Λοιπόν;» είπε η Χριστίνα. «Μπορείς;»
«Μπορώ να μην μπορώ;» είπα
«Όχι!» είπε η Χριστίνα
«Ε, άρα... μπορώ...» είπα εγώ
«Αχ μπράβο!» ενθουσιάστηκε η Χριστίνα
«...το ζήτημα είναι αν θέλω...» είπα εγώ
«ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ!» είπε η Χριστίνα. «ΘΕΛΕΙΣ!»
«Είσαι σίγουρη;» είπα εγώ
«Όπως σε βλέπω και με βλέπεις...» είπε η Χριστίνα
«Καλά λοιπόν...» είπα εγώ. «Πες μου που πρέπει να παω να την συναντήσω...»
Κάντε κλικ εδώ για τη συνέχεια...
Θανάσημος