Δευτέρα, Αυγούστου 11, 2008

Η Γέννα (4ο Μέρος)

Αυτό είναι το τέταρτο μέρος της ιστορίας. Θα βοηθούσε ιδιαίτερα εάν είχατε διαβάσει τα άλλα τρία πριν το διαβάσετε...

-------------------------------------------------

Υπάρχει μια θεωρία που λεει ότι η ζωή έχει δημιουργηθεί κατά λάθος. Η θεωρία αυτή ονομάζεται «θεωρία της εξέλιξης» και ισχυρίζεται πως ό,τι υπάρχει, υπάρχει επειδή προέκυψε μέσα από εκατομμύρια πειράματα που πραγματοποίησε η φύση, ασυνείδητα, απλώς κάνοντας ένα μικρό λάθος την ώρα που ένα θηλυκό συλλάμβανε, καθώς έκανε σεξ με ένα αρσενικό. Όπως κάθε τι που περιλαμβάνει σεξ, έτσι κι αυτή η θεωρία είναι πολύ δημοφιλής.

Υπάρχει ακόμα και μια άλλη θεωρία που λεει ότι η ζωή σχεδιάστηκε από τον Θεό. Ότι δηλαδή, υπάρχει κάποιος κάπου, που μια ημέρα ανασήκωσε τα μανίκια του, πήρε λίγο λάσπη και είπε: «Λοιπόν! Και τώρα, οι ελέφαντες...». Προσωπικά, είμαι οπαδός αυτής της θεωρίας. Πιστεύω ότι ο Θεός υπάρχει και ξέρω και τι είναι: Είναι σαδιστής. Είμαι απόλυτα βέβαιος, γιατί ο ίδιος φρόντισε να αφήσει πίσω του την σφραγίδα του, με τρόπο απόλυτο και αδιάψευστο: τα κουνούπια.

Υπάρχουν ένα δισεκατομμύριο πράγματα που μπορώ να χωνέψω ότι προέκυψαν κατά τύχη. Μπορώ να χωνέψω τις καμηλοπάρδαλεις, ας πούμε. Μπορώ να χωνέψω εκείνα τα φυτά που περιμένουν να κάτσει επάνω τους η μέλισσα και μετά κλείνουν και την τρωνε. Μπορώ να χωνέψω ακόμα και τον Μητσοτάκη. Μπροστά στην ύπαρξη των κουνουπιών όμως, σηκώνω τα χέρια ψηλά...

Μου είναι αδύνατον να πιστέψω ότι έχει δημιουργηθεί κατά λάθος ένα πλάσμα που πίνει το αίμα μου, που ζει όταν κοιμάμαι κάνοντας έναν τρομερά εκνευριστικό θόρυβο και που ΞΕΡΕΙ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΥΤΙ ΜΟΥ ΚΑΙ ΠΩΣ ΝΑ ΜΠΕΙ ΜΕΣΑ, που με ένα τόσο δα τσιμπιματάκι μου δημιουργεί σπυριά που με φαγουρίζουν για ημέρες, που εμφανίζεται και εξαφανίζεται μέσα στις σκιές του δωματίου το βράδυ, ακόμα κι αν ανοίξω όλα τα φώτα και που, ακόμα και αν το δω και καταφέρω να το σκοτώσω, μου γεμίζει τον τοίχο με αίμα που λίγο νωρίτερα μου είχε ρουφήξει.

Είναι νομίζω προφανές ότι το κουνούπι είναι το υπέρτατο όργανο ήπιου βασανιστηρίου. Δεν είναι εκεί να σε σκοτώσει. Είναι εκεί για να σε εξουθενώσει. Να σε κάνει να σηκώσεις τα χέρια ψηλά. Να σε κάνει να νιώσεις ανήμπορος, έτσι όπως θα στέκεσαι με το σώβρακο και μια πετσέτα στο χέρι, στη μέση του δωματίου, γυρίζοντας γύρω – γύρω και κοιτάζοντας το κενό σαν χάχας, προσπαθώντας να εστιάσεις στο πουθενά και μαθαίνοντας απ’ έξω κάθε καρφί και σημάδι που υπάρχει στον τοίχο. Το κουνούπι υπάρχει για να σε κάνει να σπάσεις. Με τέτοια χαρακτηριστικά, το ων αυτό αποτελεί σαφέστατα αποτέλεσμα λεπτότατου σχεδιασμού και προσεχτικής στόχευσης. Ένα πλάσμα τόσο υψηλών στάνταρ, είναι απολύτως αδύνατον να έχει δημιουργηθεί κατά λάθος. Έχει δημιουργηθεί με ένα και μοναδικό σκοπό:

ΝΑ ΜΕ ΒΑΣΑΝΙΖΕΙ!

«Θα σταματήσεις να βαράς τους τοίχους με την μπλούζα μου;;;» φώναξε απ’ το κρεβάτι μας η Μαίρη με αυτή τη μοναδική ικανότητα που έχουν οι γυναίκες να φωνάζουν ψιθυρίζοντας. Ήτανε δύο η ώρα το βράδυ.
«Τι σε πειράζει; Που βαράω τον τοίχο, ή που τον βαράω με την μπλούζα σου;;;» είπα τσαντισμένος και πλησίασα σε μια γωνία που νόμιζα ότι είδα ένα κουνούπι.
«ΕΜΕΝΑ ΠΑΝΤΩΣ ΜΕ ΠΕΙΡΑΖΕΙ ΠΟΥ ΒΑΡΑΣ ΤΟΝ ΤΟΙΧΟ!!!» φώναξε η Χριστίνα από το διπλανό δωμάτιο.

Στράβωσα τα μούτρα μου και γύρισα το βλέμμα μου προς το ταβάνι. Τίποτα. Κοίταξα στον απέναντι τοίχο. Τίποτα. Κοίταξα τις πόρτες της ντουλάπας. Τϊποτα. Κοίταξα το γραφείο, την πόρτα, τις κουρτίνες, το πάτωμα. Τίποτα, τίποτα, τίποτα, τίποτα!

«Έλα μωρό μου» είπε η Μαίρη. «Άσ’ το! Δεν υπάρχει κουνούπι...»
«Πως δεν υπάρχει ρε Μαίρη! Αφού πριν το άκουσα!!!»
«Ε και που είναι;»
«Δεν ξέρω...» είπα απελπισμένος και ξανακοίταξα το ταβάνι
«Άσ’ το βρε πουλάκι μου...» ξαναδοκίμασε η Μαίρη. «Κλείσ’ το φως και έλα να κοιμηθείς! Σε πέντε ώρες ξυπνάμε!»

Έριξα μια ακόμα θυμωμένη ματιά στους τοίχους και αποφάσισα να ακολουθήσω τη συμβουλή της. Έκλεισα το φως, ξάπλωσα στο κρεβάτι και τράβηξα το σεντόνι επάνω μου.
«Καληνύχτα...» μου είπε η Μαίρη και μου έδωσε ένα φιλί.
«Καληνύχτα...» της είπα κι εγώ
«Βζζζζζζννννννν» είπε και το κουνούπι και μπήκε καρφί μέσα στο ρουθούνι μου
«ΓΑΜΩ ΤΟ ΜΠΕΛΑ ΜΟΥ!!!» είπα εγώ και τινάχτηκα απ’ το κρεβάτι
«Τι έπαθες;» είπε η Μαίρη
«Μπήκε μέσ’ τη μύτη μου!» είπα αγανακτισμένος
«Ε, ρούφα και μάσα» είπε η Μαίρη και γύρισε πλευρό.

Η επόμενη ημέρα ξεκίνησε με μια μικρή αλλαγή στο πλάνο. Το πρόγραμμα έλεγε ότι θα πάμε όλοι μαζί στο νοσοκομείο, τα παιδιά με το αυτοκίνητο τους κι εμείς από πίσω με το δικό μας. Μόλις φτάναμε, η Χριστίνα θα γεννούσε κι εμείς θα πίναμε καφέ. Κατά την άποψη μου, το πρόγραμμα αυτό ήταν λιτό, απλό και λειτουργικό. Η Χριστίνα όμως είχε άλλη γνώμη...

«Πρέπει να πας να πάρεις την θεία μου απ’ το σπίτι της!» μου είπε μόλις βγήκα απ’ το δωμάτιο μου. Ήταν εφτά το πρωί.
«Να κατουρήσω πρώτα;» είπα μισοκοιμισμένος
«Κατούρα...» μου είπε

Στο μπάνιο πέρασα πολύ ωραία. Κατάφερα μάλιστα και να ξεχάσω τελείως αυτό που μου είπε η Χριστίνα κι έτσι ολοκλήρωσα την τουαλέτα μου με μια ευχάριστη διάθεση για πρωινό καφέ. Όταν βγήκα, ο Βασίλης και η Χριστίνα ήταν ήδη στην εξώπορτα.

«Φεύγουμε!» είπε ο Βασίλης
«Που είναι η Μαίρη;» είπα εγώ
«Κοιμάται» είπε ο Βασίλης
«ΠΑΜΕ!» είπε η Χριστίνα
«Που πάτε ρε παιδιά; Κι εμείς;» είπα εγώ
«Εσείς να πάρετε πρώτα την θεία μου και την Αννέτ και μετά να έρθετε!» είπε η Χριστίνα και πρόσθεσε «Δυστυχώς ο Κώστας δεν μπορεί να τις φέρει».
«Που μένει η θεία σου; Ποια είναι η Αννέτ; Πως πάω εκεί; Δεν έχω ιδέα από Αθήνα! Ποιος είναι ο Κώστας;» είπα εγώ που ένοιωθα σιγά – σιγά την έντονη επιθυμία να ξαναπάω για ύπνο.
«Ο Κώστας είναι που τους πηγαίνει τα ψώνια. Η θεία θα έρθει μαζί με την φίλη της, την Αννέτ. Σου έχω αφήσει ένα σημείωμα στην κουζίνα με οδηγίες πως να πάτε στο σπίτι της. Πρέπει να φύγετε αμέσως γιατί θα σας περιμένουν κάτω στο δρόμο σε είκοσι λεπτά. Μην τις στήσετε! Είναι ογδόντα χρονών γυναίκες» είπε η Χριστίνα και έκανε να φύγει.
«Χριστίνα! Δεν έχω χάρτη της Αθήνας!» τραύλισα.
Η Χριστίνα κοντοστάθηκε σαν να σκεφτόταν και μετά γύρισε και μου είπε:
«Πρόσεχε με την θεία, ε; Θυμήσου: Έχει Αλτσχάϊμερ...» και με αυτά τα λόγια, έκλεισε την πόρτα και με άφησε μόνο στο διάδρομο, με το σώβρακο. Κοίταξα κάτω και είδα τον Τόμπι να πηδάει το πόδι μου. Πίσω μου, άνοιξε η πόρτα του δωματίου, ξεπρόβαλε η Μαίρη αγουροξυπνημένη και είπε:

«Καλημέρα!»

Κάντε κλικ εδώ για τη συνέχεια...

Θανάσημος

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου