Πέμπτη, Αυγούστου 14, 2008

Η Γέννα (7ο Μέρος)

Η ιστορία αυτή ξεκινάει από εδώ και δεν τελειώνει ΠΟΤΕ. Το λεω αυτό για να μην έχετε ψευδαισθήσεις...

Περίληψη προηγουμένων: Η φίλη μου η Χριστίνα γεννάει κατακαλόκαιρο και είναι πολύ αγχωμένη. Έτσι, αποφασίζουμε να κατέβουμε με την γυναίκα μου τη Μαίρη στην Αθήνα, για να την υποστηρίξουμε. Μετά από πολλές περιπέτειες καταφέρνουμε τελικά να φτάσουμε στο μαιευτήριο όπου η Χριστίνα σε λίγο γεννάει. Μαζί μας η θεία της που έχει αλτσχάϊμερ, μια φίλη της θείας και ο Βασίλης, ο πατέρας του παιδιού, ο οποίος μόλις μπήκε μέσα στον προθάλαμο του χειρουργίου για να ετοιμάσει τη Χριστίνα για τη γέννα...

----------------------------------------------------------------

Δεν είμαι απόλυτα σίγουρη πότε ακριβώς ξεκίνησαν όλα, αλλά το πρώτο πράγμα που θυμάμαι καθαρά είναι εκείνος ο καυγάς.

«Μα είναι δυνατόν ρε Βασίλη να σου τελείωσαν τα βέλη;;;» φώναζε μια γυναίκα

«Ε τι να κάνω ρε Χριστίνα!» απολογούνταν ένας άντρας. «Ήταν πάρα πολλοί αυτοί οι νάνοι...»

Στην αρχή μου άρεσε πολύ μέσα στην κοιλιά. Ήταν ζεστά και απαλά. Είχε τζάμπα φαΐ, τζάμπα στέγη και όταν μαλώνανε αυτοί οι δύο, είχε και τζάμπα διασκέδαση. Δεν ήταν βέβαια όλα ρόδινα. Υπήρχαν και οι στιγμές που εκείνος έπεφτε επάνω στην κοιλιά και κουνιόταν πάνω – κάτω με δύναμη και τρίζανε τα τοιχώματα κι εκείνη φώναζε με μανία, μέχρι που στο τέλος ακουγόταν μια απόκοσμη κραυγή και μετά με πιτσιλούσε εκείνη η κρέμα που κολλάει παντού. Μπλιάχ!

Ένα πράγμα που χαίρομαι άμα βγω από ‘δω μέσα είναι ότι θα γλιτώσω μια για πάντα απ’ αυτή τη κρέμα.

Τις τελευταίες εβδομάδες πάντως, κάτι είχε αλλάξει. Κατ’ αρχήν είχε μικρύνει σημαντικά ο χώρος. Αυτό μου είχε κάνει πολύ εντύπωση γιατί το ίδιο διάστημα, κάθε φορά που έβλεπε κάποιος τη Χριστίνα της έλεγε «πάχυνες!». Που απ' όσο έχω καταλάβει σημαίνει "αυξήθηκες". Έτσι λοιπόν κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η Χριστίνα αυξανότανε εις βάρος μου και μου έκλεβε χώρο.

Επιπλέον, για κάποιον ακατανόητο λόγο, γύρισα ανάποδα. Στην αρχή είχε πλάκα, γιατί απ’ αυτή την θέση είχα καλύτερη θέα και μπορούσα να δω καινούργια πράγματα. Ιδιαίτερη εντύπωση μου είχε κάνει θυμάμαι εκείνη η τρύπα με το νερό και τα λευκά τοιχώματα γύρω – γύρω. Αργότερα έμαθα ένα κόλπο και κάθε μια – δυό ώρες πίεζα επάνω σε ένα μαλακό σημείο και τότε η Χριστίνα έλεγε «Όχι ρε γαμώτο! Πάλι κατουριέμαι!» και τρέχαμε ξανά στην λιμνούλα για να της ρίξουμε κι άλλο νερό. Μου άρεσε να βλέπω το νερό και τα λευκά τοιχώματα. Είχε μια γαλήνη που με ηρεμούσε.

Επίσης, από αυτή τη νέα μου θέση κατάφερα να δω και τον Βασίλη μια φορά που είχε βαλθεί να καθαρίσει την έξοδο.

Μετά τον πρώτο ενθουσιασμό όμως, η κατάσταση αυτή σταμάτησε να μου αρέσει. Πλάκα έχει να γυρίσεις ανάποδα αλλά μετά από λίγο σου μαζεύεται όλο το αίμα στο κεφάλι και σε πιάνει πονοκέφαλος. Και σαν να μην μου έφτανε αυτό, είχα και αυτούς τους δύο να τσακώνονται όλο και περισσότερο γιατί οι μάχες είχαν σκληρύνει και οι αντίπαλοι τους ήταν αμείλικτοι.

Η αλήθεια είναι ότι αυτή η κατάσταση με ανησυχούσε λίγο. Θέλω να πω, αυτοί εκεί έξω δεν φαίνεται να περνάνε και πολύ καλά. Όλο πολεμάνε, σκοτώνονται και μαλώνουνε. Άσε που πρέπει να ψάχνουν μόνοι τους να βρουν το φαΐ τους. Αυτό πολλές φορές με προβλημάτισε. Δηλαδή εκεί έξω δεν έχουν σωλήνα;

Εμένα βέβαια το θέμα του φαγητού δεν με απασχολούσε και πολύ, διότι έχω τον σωλήνα μου κι έτσι θα είμαι μια ζωή εξασφαλισμένη. Με απασχολούσε όμως το θέμα των πολέμων. Δεν ήθελα να βγω σε εμπόλεμη ζώνη κι έτσι, παρ’ ότι πολλές φορές ένοιωσα την επιθυμία να σκουντήξω με τα πόδια μου, να ενώσω τα χέρια μου επάνω απ’ το κεφάλι μου και να βουτήξω μέσα στην λιμνούλα με το νερό και τα κατάλευκα τοιχώματα, τελικά συγκρατήθηκα μέχρι να καταλάβω ότι τελείωσαν οι μάχες.

Κάποια στιγμή, αγχώθηκα πολύ γιατί την Χριστίνα την σκότωσε ο Βάλ! Ήταν χθες νομίζω κι εγώ διασκέδαζα πολύ γιατί είχε έρθει ένας νέος επισκέπτης που έλεγε όλο βλακείες και περνούσαμε πολύ ωραία. Παρακαλούσα η Χριστίνα να καθίσει επάνω του για να τον δω πως είναι αλλά εκείνη δεν το έκανε κι έτσι έμεινα με την απορία. Και τότε είναι που συνέβη το μοιραίο: Η Χριστίνα πέθανε!

Ένοιωσα μεγάλο άγχος και ο πονοκέφαλος μου χειροτέρεψε με τη μια. Πήρα κι έλεγξα τον σωλήνα αλλά εκείνος φαινόταν να λειτουργεί κανονικά, γεγονός που μου έσβησε και τις τελευταίες μου αμφιβολίες: ο σωλήνας ήταν ανεξάρτητος της Χριστίνας.

Τότε όμως η Χριστίνα είπε ότι θα πάει να αναστηθεί και σε δέκα λεπτά θα είναι πάλι Ο.Κ. Έτσι, ησύχασα κι εγώ γιατί είχα ακούσει ότι θα με βγάζανε αύριο με το ζόρι κι εγώ δεν ήθελα να βγω σε έναν κόσμο που θα κινδύνευα να πεθάνω. Αλλά μετά θυμήθηκα πριν από μερικούς μήνες, που είχαμε πάει κάπου που βαράγανε καμπάνες και όλοι ακούγονταν χαρούμενοι και λέγανε μεταξύ τους «Χριστός Ανέστη!» «Χριστός Ανέστη!». Έτσι τα συνδύασα και κατάλαβα ότι οι αναστάσεις είναι κάτι το νορμάλ και το συνηθισμένο στον έξω κόσμο, όπως οι λιμνούλες με τα λευκά τοιχώματα ας πούμε, και ότι όπου να’ ναι θα ακούσουμε καμπάνες και κόσμο πολύ να χαίρεται και να λεει «Χριστίνα Ανέστη!», «Χριστίνα Ανέστη!».

Κάντε κλικ εδώ για τη συνέχεια!

Θανάσημος

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου