Τρίτη, Αυγούστου 12, 2008

Η Γέννα (5ο Μέρος)

Το παρόν διήγημα ξεκινάει από εδώ. Εάν όμως βαριέστε να διαβάσετε τα προηγούμενα επεισόδια, μην ανησυχείτε! Από σήμερα εισάγουμε έναν νεωτερισμό: τις περιλήψεις. Δεδομένου ότι το διήγημα έχει ξεφύγει απ’ τον αρχικό προϋπολογισμό, πήραμε την απόφαση (όλοι μαζί) να παρέχουμε περιλήψεις πριν από κάθε επεισόδιο. Έτσι, δεν θα είναι πια απαραίτητο να διαβάζετε τα κείμενα. Για την ακρίβεια, το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να περιμένετε πότε θα αναρτηθεί το τελευταίο επεισόδιο, να το διαβάσετε μαζί με την ‘περίληψη προηγουμένων’ που θα έχει και θα είστε 100% καλυμμένοι...

Περίληψη προηγουμένων: Η φίλη μου η Χριστίνα γεννάει κατακαλόκαιρο και είναι πολύ αγχωμένη. Έτσι, αποφασίζουμε να κατέβουμε με την γυναίκα μου τη Μαίρη στην Αθήνα, για να την υποστηρίξουμε. Την ημέρα της γέννας, η Χριστίνα φεύγει πρωί – πρωί βιαστικά με τον άντρα της τον Βασίλη για το μαιευτήριο. Πριν κλείσει την πόρτα, μας αναθέτει να πάμε να πάρουμε την ογδοντάχρονη θεία της που μας περιμένει μαζί με την φίλη της να τις φέρουμε στο μαιευτήριο. Ούτε εγώ, ούτε η Μαίρη έχουμε ιδέα από Αθήνα και το μόνο μας εφόδιο είναι ένα χαρτάκι με οδηγίες που μας άφησε βιαστικά ο Βασίλης και ένας χάρτης της Ελλάδας. Η Χριστίνα γεννάει σε λίγη ώρα, εμείς παλεύουμε με την κίνηση στην Αθήνα και η θεία έχει αλτσχάϊμερ...

-------------------------------------------------------

Το να βιάζεσαι και να ξέρεις που πας, είναι μια κατάσταση δυσάρεστη αλλά τουλάχιστον έχεις την ψευδαίσθηση ότι μπορείς να ελέγξεις το μέλλον.

Το να βιάζεσαι και να ΜΗΝ ξέρεις που πας, είναι μια κατάσταση απελπιστική, ακριβώς επειδή δεν έχεις την ψευδαίσθηση ότι μπορείς να ελέγξεις το μέλλον. Αυτό είναι και το δράμα του σύγχρονου ανθρώπου.

Το να βιάζεσαι και να ΜΗΝ ξέρεις που πας, την ώρα που όλοι γύρω σου βιάζονται και ξέρουν που πάνε, είναι μια κατάσταση απόλυτου πανικού. Η κατάρα που μάζεψα εκείνη την ημέρα στους δρόμους της Αθήνας δεν περιγράφεται...

«ΜΠΙΙΙΙΙΙΠΠΠΠ!!!»
«Προχώρα ρε μαλάκααααααααα»
«ΜΠΙΠ! ΜΠΙΠ!! ΜΠΙΙΙΙΠΠΠΠΠ!!!!!»
«Μα τι κάνει ο ηλίθιος!!!»
«Άντε πίσω στο χωριό σου ρεεεεε!!!»
«ΜΠΙΙΙΙΠ! ΜΠΙΙΙΙΙΙΙΙΙΠ!!!»
«Βάλε ένα ‘ΝΙ’ ρεεεεεεεε!!!!»

Οι ατάκες των Αθηναίων διαδέχονταν η μια την άλλη. Δεξιά μου, η Μαίρη κρατούσε έναν τεράστιο χάρτη της Ελλάδας τον οποίο και κοίταζε με προσοχή στο σημείο όπου ήταν αποτυπωμένη η Αττική.

«Νομίζω ότι εδώ πρέπει να πας αριστερά...» μου έλεγε
«Πως να πάω αριστερά μωρό μου; Δεν την προλαβαίνω τη στροφή! Αφού είμαι στη δεξιά λωρίδα!»
«Ε, καλά! Πήγαινε δεξιά τότε...» έλεγε η Μαίρη για την οποία το σημαντικό ήταν κάπου να στρίψουμε.

Κάποια στιγμή βγήκαμε μπροστά στην πύλη του Γενικού Επιτελείου Στρατού.
«Συγνώμη ρε φίλε!» είπα στον σκοπό. «Μήπως ξέρεις πως πάω Παγκράτι;»
«Που να ξέρω ρε φίλε!» μου είπε ο φαντάρος. «Εγώ είμαι απ’ την Πάτρα!»

Μισή ώρα και μερικές χιλιάδες γαμωσταυρίδια μετά, είχαμε φτάσει τελικά στον προορισμό μας. Η θεία και η φίλη της, η Αννέτ μας περίμεναν όρθιες στο πεζοδρόμιο. Με το που τις είδα, έχασα κάθε φόβο ότι θα μπορούσα να μην τις αναγνωρίσω: Η μια φορούσε ένα πράσινο ταγεράκι, κομπλέ με πράσινη φούστα, πράσινα παπούτσια, πράσινη τσάντα και φυσικά πράσινο καπέλο. Ήταν φτυστή η βασίλισσα της Αγγλίας. Την φαντάστηκα σε μια μεγάλη εξέδρα εγκαινίων να ρίχνει ένα μπουκάλι σαμπάνια επάνω στην πλώρη ενός υπερωκεάνιου. Η άλλη φορούσε ένα λευκό φόρεμα μέχρι τους αστραγάλους με χρυσή ζώνη, χρυσή τσάντα και ένα κόκκινο καπέλο διαμέτρου 60 εκατοστών με ένα φτερό στο πλάι, σαν αυτά που φορούσε η Σοφία Λόρεν τη δεκαετία του εξήντα.

«Για όνομα του Θεού!» είπε η Μαίρη καθώς σταματούσαμε δίπλα τους. «Ποια είναι αυτή που ΔΕΝ έχει Αλτσχάιμερ;» με ρώτησε.
«Να αυτή εκεί» της είπα και έδειξα μια άσχετη κοπέλα που περνούσε το δρόμο απέναντι.

Οι γιαγιάδες μας κοιτούσανε με αδιαφορία.

«Καλημέρα!» τους είπα
«Καλημέρα!» είπε η Σοφία Λόρεν
«Είστε οι συγγενείς της Χριστίνας;» είπα
«Ναι!» είπε η Σοφία Λόρεν
«Περάστε!» είπα και τους άνοιξα την πόρτα.

Μπήκανε μέσα στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε.
«Γεια σας!» τους είπε η Μαίρη. «Είμαστε φίλοι της Χριστίνας! Εγώ είμαι η Μαίρη!»
«Εγώ είμαι η Αννέτ» είπε η Σοφία Λόρεν. Η βασίλισσα δεν είπε τίποτα.
«Εσείς είστε η θεία της Χριστίνας;» της είπε ο Μαίρη προσπαθώντας να της πιάσει κουβέντα.
«Καλά, καλά, ευχαριστώ...» είπε η βασίλισσα χαμογελώντας ευγενικά.
«Αυτή είναι» είπα στη Μαίρη.

Η Μαίρη γύρισε μπροστά και μου έριξε ένα από τα γνωστά δολοφονικά της βλέμματα.
«Μήπως μπορείς να μου πεις που πάμε;» άλλαξα θέμα. Πήρε το χαρτί με τις οδηγίες του Βασίλη και διάβασε με δυσκολία τα ορνιθοσκαλίσματα:
«Μαι-ευ-τη-ριο Μη-τε-ρα»
«Και που είναι αυτό;» είπα
«Κη-φι-σι-ας» είπε η Μαίρη
«Και που είναι αυτό;» ξαναρώτησα
«Ξέρω ‘γω;» είπε η Μαίρη. «Εδώ λεει, ‘δίπλα στο νοσοκομείο Υγεία’. Πάμε και θα το βρούμε...»

Μερικές στροφές μετά, είδαμε μια πινακίδα που έγραφε προς «Κηφισιά».
«Είμαστε πολύ τυχεροί!» είπα στην Μαίρη και βάλθηκα να ακολουθώ τα βελάκια...

Ήταν εύκολο να καταλάβουμε πότε φτάσαμε στον προορισμό μας, γιατί υπήρχε ένας σταθμός του Μετρό που έλεγε «Κηφισιά» με μεγάλα γράμματα. Σταμάτησα μπροστά του, κατέβασα το παράθυρο και φώναξα σε έναν περαστικό:

«Γειά σας! Μήπως μπορείτε να με βοηθήσετε; Ψάχνω τη ‘Μητέρα’»
«Α!» ακούστηκε μια φωνή έκπληξης της θείας απ’ το πίσω κάθισμα. «Είσθε ορφανός;»

Ο τύπος κοίταξε μια εμένα και μια τη θεία.
«Εννοώ το μαιευτήριο!» ξαναπήρα την πρωτοβουλία. «Τη ‘Μητέρα’. Κάπου εδώ κοντά είναι!»
«Α!» είπε ο τύπος και γύρισε προς το μέρος μου. «Το ‘Μητέρα’».
Τον κοίταξα με απορία. «Το;» σκέφτηκα. «Φτου! Πέσαμε σε μετανάστη...»
«Είναι πολύ μακριά από εδώ!» είπε ο μετανάστης χωρίς ίχνος προφοράς
«Μακριά;» έκανα με απορία
«Στην Κηφισίας!» είπε
«Γιατί εδώ τι είναι;» ρώτησα
«Κοίτα φίλε, βιάζομαι!» είπε ο τύπος, έκανε μεταβολή και έφυγε. Έμεινα να κοιτάω την πλάτη του αποσβολωμένος.

«Ασ’ το, θα μάθω εγώ!» είπε η Μαίρη αποφασιστικά. Πήρε το χαρτί με τη διεύθυνση, βγήκε απ’ το αυτοκίνητο και πήγε προς την πιάτσα των ταξί παραδίπλα. Την είδα να πλησιάζει έναν ταρίφα, να του δείχνει το χαρτί και να του λεει κάτι. Είδα τον ταρίφα να την κοιτάει και να της λεει κάτι. Είδα την Μαίρη να του ξαναδείχνει το χαρτί και μετά την πινακίδα στον σταθμό. Μετά είδα τον ταρίφα να βάζει τα γέλια. Μαζεύτηκαν τριγύρω και κανα – δυό άλλοι. Ο πρώτος ταρίφας είχε πάρει το χαρτί απ’ την Μαίρη, το έδειχνε στους άλλους γελώντας, τους έδειχνε την πινακίδα τους μετρό και μετά γελάγανε όλοι μαζί. Η Μαίρη σε δεύτερο πλάνο είχε κοκκινίσει μέχρι τα αυτιά. Στο τέλος, είδα τον ταρίφα να δείχνει με το χέρι του προς τα κάτω και να κάνει μια χειρονομία μπρος – πίσω, μπρος – πίσω, σα να της λεει «όλο ευθεία, ίσα κάτω».

Η Μαίρη γύρισε με γρήγορο βήμα στο αυτοκίνητο, μπήκε μέσα και βρόντηξε την πόρτα. Ήταν εμφανώς συγχυσμένη.

«Πάμε!» είπε
«Που πάμε;» ρώτησα
«Από ‘κει που ‘ρθαμε!» είπε
«Α...» είπα και ξεκίνησα. Πέρασε ένα λεπτό χωρίς να πει κανείς τίποτα μέσα στο αυτοκίνητο. Στο τέλος η θεία μίλησε και είπε:
«Πατέρα έχετε;»

Κάντε κλικ εδώ για τη συνέχεια...

Θανάσημος

4 σχόλια:

  1. έχει τόσες μερες που σας περιμενουμε να γεννησετε
    σε λιγο θα με πιασουν εμενα οι πόνοι

    αντε να σας πουμε "να σας ζήσει"

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Χα, χα!!!

    Αγαπητή μου Ρόζ, έχετε απόλυτο δίκιο. Η κατάστασις έχει βγει τελείως εκτός ελέγχου και το χειρότερο είναι ότι ούτε εγώ ο ίδιος δεν ξέρω που θα σταματήσει η μπίλια! Για την ώρα πάντως, σκέφτομαι να αλλάξω τον τίτλο και από "Η Γέννα" να τον κάνω "Το Γκάστρωμα"!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. καλύτερα κάντο "ομαδικό γκαστρωμα"

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Μην ακούς κανένα! Συνέχισε εσύ με τον ίδιο ξεκαρδιστικό ρυθμό!
    Αν την γεννήσεις γρήγορα εμείς τι θα διαβάζουμε;

    ΑπάντησηΔιαγραφή