Τρίτη, Σεπτεμβρίου 23, 2008

Η Πεθερά - 2ο Μέρος

Εδώ θα βρείτε το πρώτο επεισόδιο της ιστορίας κι εδώ θα βρείτε κάτι για να σας βοηθήσει κατά την διάρκεια της ανάγνωσης...

...και τώρα αγαπητοί μου, παρακαλώ υποδεχθείτε... την Πεθερά...

------------------------------------------------------------------------

Ήταν μια πολύ συμπαθητική κοντή κυρία, με μεγάλα στρόγγυλα κοκάλινα γυαλιά που μεγαλώνανε τα μάτια της και τα κάνανε να μοιάζουνε σαν τηγανητά αυγά. Είχε γκριζόλευκα μαλλιά πιασμένα πίσω σε έναν μικρό κότσο. Ήταν ολοστρόγγυλη και με το που την είδα, μου θύμισε έντονα την Ροζίτα Σόκου.

«Καλημέρα σας!» της είπα «Περάστε!» και της άνοιξα την πόρτα
«Ευχαριστώ» μου είπε πολύ ευγενικά και μπήκε στο αυτοκίνητο. Ήταν πολύ γλυκιά και την φαντάστηκα αμέσως να κάθεται το χειμώνα δίπλα στο τζάκι και να λεει παραμύθια στα παιδάκια πριν πάνε για ύπνο. «Τυχερή η Χριστίνα!» σκέφτηκα.

Ξεκίνησα να οδηγώ και ένα – δυό λεπτά αργότερα περνώντας δίπλα από μια εκκλησία, έπιασα την πεθερά με την άκρη του ματιού μου να σηκώνει το χέρι της και να κάνει τον σταυρό της. Δεν είπα τίποτα αλλά την κατάλαβα να γυρίζει προς το μέρος μου και να με κοιτάει έντονα. Ένοιωθα τα μεγάλα της μάτια να με κοιτάνε επικριτικά αλλά έκανα ότι δεν πήρα χαμπάρι και συνέχισα να οδηγώ, μέχρι που δεν άντεξε και μίλησε:

«Είχα μια κουμπάρα την Κική» είπε με την γλυκιά της φωνή.
«Α, ναι;» έκανα εγώ με ενδιαφέρον
«Ναι!» είπε. «Ο γιος της δεν πίστευε στον Θεό, δεν πάταγε στην εκκλησία και δεν έκανε ποτέ τον σταυρό του...»
«Μμμμ...» είπα εγώ και σταμάτησα στο φανάρι.
«Όταν ήταν εικοσιτριών, ο γιός της πέθανε! Έτσι ξαφνικά! Εκεί που περπατούσε στο δρόμο, έπεσε κάτω και πέθανε!»
«Ναι, ε;» είπα αμήχανα και την κοίταξα καλά καλά στα τεράστια μάτια της.
«Τον τιμώρησε ο Θεός...» είπε και με κοίταξε κατάματα. «Η Κική με το που το έμαθε, της πέσανε τα μαλλιά. Άρχισε να παραμιλάει. Τρελάθηκε. Τώρα κάθε βράδυ πηγαίνει και κοιμάται επάνω στον τάφο του»

Δεν είπα τίποτα. Με κοιτούσε κατάματα με τα τεράστια μάτια της και έμεινα να την κοιτάω κι εγώ άφωνος μέχρι που άνοιξε το στόμα της και μου είπε:
«Πράσινο!»
«Ε;» είπα
«Μπίιιιιιιιιιιιιιιπ!» ακούστηκε η κόρνα του από πίσω.
«Ξεκίνα!» είπε η πεθερά και γύρισε μπροστά της.

Έβαλα πρώτη και προσπάθησα να συνέλθω από την ψυχρολουσία. Αυτή η γυναίκα είχε τον τρόπο να λεει τα πιο φοβερά πράγματα με τον πιο γλυκό τρόπο! «Ωραία» σκέφτηκα. «Πέντε ώρες μαζί στο αυτοκίνητο!» υπενθύμισα στον εαυτό μου και προσπάθησα να προετοιμαστώ ψυχολογικά.

Δεν πρόλαβα όμως να συνέλθω και δέχθηκα νέα επίθεση:
Το καλοριφέρ δουλεύει; μου είπε
Εεεε, εννοείτε το ερ κοντίσιον; είπα. Ναι, το έχω βάλει στο εικοσιεφτά...
"ΑΙΡ ΚΟΝΤΙΣΙΟΝ;;;" γούρλωσε τα μάτια της η πεθερά
"Νάτα μας..." σκέφτηκα
"Κλείστο αυτό το πράγμα παιδάκι μου! Θα αρρωστήσουμε!"
"Μα... έξω κάνει τριανταπέντε!" διαμαρτυρήθηκα
"Αααα, κοίταξε να δεις!" είπε η πεθερά με την γλυκιά της φωνή. "Εγώ όταν γεννήθηκα δεν υπήρχαν αιρ κοντίσιον και μια χαρά ζούσαμε!"
"Εσείς όταν γεννηθήκατε δεν υπήρχαν ούτε αυτοκίνητα!" σκέφτηκα. "Να κατεβούμε να πάρουμε την άμαξα;" Αλλά ευτυχώς συγκρατήθηκα και δεν είπα τίποτα.
Εν τω μεταξύ η πεθερά είχε απλώσει το χέρι της και άναψε τα αλάρμ.
"Μα... ΤΙ ΚΑΝΕΤΕ ΕΚΕΙ;;;" είπα
"Κλείνω το αιρ κοντίσιον..." μου είπε η πεθερά και έβαλε μπροστά τα φώτα ομίχλης
"ΓΙΑ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ!" είπα καθώς την έβλεπα να πλησιάζει τον μοχλό των ταχυτήτων. "Θα το κλείσω εγώ!"

Χαμογέλασε γλυκά και είπε:
"Αχ ευχαριστώ!" και έκατσε πίσω στην θέση της. "Και αν έχεις την καλοσύνη μην ανοίξεις το παράθυρο σε παρακαλώ! Θα μας πιάσει το ρεύμα..."

Λίγο μετά βγήκαμε στον αυτοκινητόδρομο...

Υπάρχουν δύο πράγματα που κάνω συνήθως όταν βγαίνω στον αυτοκινητόδρομο: χαλαρώνω και επιταχύνω. Δεν πέρασαν δύο λεπτά και άκουσα μια αγχωμένη γλυκιά φωνή από δίπλα μου:
«Αχ καλέ, με πόσα πας;»
«Εεεε... με εκατόν είκοσι» είπα και γύρισα να την κοιτάξω. Ένοιωθα χοντρές σταγόνες ιδρώτα να κυλάνε αργά στο μέτωπο μου.
«ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ!!!» έβαλε μια φωνή. «ΕΚΑΤΟΝ ΕΙΚΟΣΙ!!!» και γούρλωσε τα μάτια της τα οποία μεγαλώσανε τόσο πολύ που ξεχειλίσανε από τους φακούς των γυαλιών με αποτέλεσμα να μου έρθει μια τρομερή επιθυμία να βάλω τα γέλια. Συγκρατήθηκα και κάρφωσα το βλέμμα μου στον δρόμο.
«Εεεε...» είπα «Μην ανησυχείτε! Τόσο είναι και το όριο ταχύτητας»
«Μα καλά; Κι εσύ πρέπει να οδηγείς ΟΡΙΑΚΑ;;;» είπε.
«Κοιτάξτε...» είπα
«Σε παρακαλώ πολύ!» με διέκοψε πανικόβλητη. «Κόψε αμέσως ταχύτητα! ΘΑ ΣΚΟΤΩΘΟΎΜΕ!!!»
«Μα πως θα σκοτωθούμε;;;» διαμαρτυρήθηκα. «Είμαστε ΜΟΝΟΙ στον δρόμο!!!»
«ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ!!!» έβαλε τις φωνές η πεθερά. «Δεν έχει ΚΑΜΙΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ σημασία!!!»
«Δηλαδή τι θέλετε να κάνω; Να πάω με εκατό;» είπα απελπισμένος
«Με ογδόντα!» είπε η πεθερά και κάρφωσε τα μάτια της επάνω μου.

Δεν είπα τίποτα αλλά δεν έκοψα και ταχύτητα, προσπαθώντας να σκεφτώ τι πρέπει να κάνω για να λύσω το πρόβλημα, όταν την άκουσα να λέει:

«Είχα μια κουμπάρα την Ματούλα...»
«Μμμμ...» είπα. Ένοιωθα όλη μου την πλάτη να κολυμπάει στον ιδρώτα.
«Μια φορά που γύριζαν όλη η οικογένεια με το αυτοκίνητο από την πόλη, έσκασε το λάστιχο, έφυγε το αυτοκίνητο απ' το δρόμο και πήγε και καρφώθηκε στο απέναντι ρεύμα...»
«Μμμμ...» ξαναείπα εγώ.
«Από την άλλη μεριά έρχονταν ένα σχολικό λεωφορείο...» είπε η πεθερά. «Το σχολικό ανατράπηκε και όλα τα παιδάκια σκοτωθήκανε. Ο μόνος που έζησε απ' τη σύγκρουση ήταν ο άντρας της Ματούλας»
«...»
«Τον έχουν σε αναπηρικό καροτσάκι και τον ταϊζουν με καλαμάκι γιατί δεν μπορεί να φάει κανονικά. Κάθε μέρα κλαίει και παρακαλεί να του δώσουμε ποντικοφάρμακο να πεθάνει. Αλλά δεν γίνονται αυτά τα πράγματα...» κατέληξε η πεθερά και με κοίταξε επίμονα.

Για μερικά δευτερόλεπτα επικράτησε ησυχία μέσα στο αυτοκίνητο. Στο τέλος έσκυψε προς το μέρος μου να δει με πόσα πάω. «Ογδόντα» διαπίστωσε με ικανοποίηση. «Ωραία!» είπε και μου χαμογέλασε με ανακούφιση. «Αυγουλάκι θες;»

«Ε; Τι;» είπα εγώ που ακόμα δεν μπορούσα να συνέλθω απ' το σοκ της διαπίστωσης ότι το ταξίδι μου μόλις είχε μεγαλώσει κατά 2 ώρες.
«Αυγουλάκι!» είπε η πεθερά με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. «Με τα χέρια μου τις ταϊζω τις κοτούλες!» και έβγαλε ένα τάπερ από την τσάντα της.
«Όχι, όχι! Ευχαριστώ!» είπα
«Μμμμ...» έκανε και ξαναέβαλε το τάπερ μέσα. «Δίκιο έχεις. Θα το φας άμα σταματήσουμε...» είπε γλυκά και κοίταξε έξω απ' το παράθυρο ευτυχισμένη...

Kάντε κλικ εδώ για τη συνέχεια...

Θανάσημος

2 σχόλια:

  1. αν μου επιτρέπεις μια ασήμαντη για την αξία του κειμένου πρόταση...κάτι που ίσως σου διέφυγε και σένα. Θα προτιμούσα η π. να μιλάει με το "με" και το "σε". Εκτός αν το απέρριψες ως κλισέ. Κατά τα άλλα μου άρεσε πολύ το επεισόδιο με την Ευτυχία. Στην αρχή νόμισα ότι ο διάλογος με την ευτυχία ήταν διάλογος με ΤΗΝ ΕΥΤΥΧΙΑ, ότι ήταν μια λογοτεχνίζουσα παρέκβαση, ότι θα το γύριζες στο αφηρημένο. Δεν απογοητεύτηκα από τη κατάληξη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Βασίλη είναι αλήθεια ότι η πεθερά δεν έχει ΚΑΜΙΑ προφορά ακριβώς για να μην δημιουργείται η αίσθηση ότι ο χαρακτήρας "εκβιάζει" το γέλιο.

    Την ιδέα ο διάλογος με την Ευτυχία να λειτουργούσε ΚΑΙ ως διάλογος με την "ευτυχία" την είχα σκεφτεί κι εγώ και μου είχε αρέσει (γι' αυτό και διάλεξα αυτό το όνομα...) αλλά δεν είχα τον χρόνο να την διερευνήσω περισσότερο μιας που έπρεπε να ανεβάσω άμεσα το επεισόδιο. Αυτό είναι το μειονέκτημα του να πρέπει να δημοσιεύω κάθε ημέρα: πολλές φορές δεν μου φτάνει ο χρόνος να παίξω όσο θα ήθελα με το κείμενο και να το τελειοποιήσω.

    Το πλεονέκτημα βέβαια είναι ότι εάν δεν αυτοδεσμευόμουν να δημοσιεύω κάθε μέρα, το κείμενο δεν θα γραφόταν ποτέ, καθ' ότι είμαι ΣΟΥΠΕΡ ΤΕΜΠΕΛΗΣ ;-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή