...ίσως έτσι να απελευθερωθούν τα χέρια μου και θα καταφέρω επιτέλους να γράψω την συνέχεια της πεθεράς...
Παρασκευή, Οκτωβρίου 24, 2008
Τετάρτη, Οκτωβρίου 22, 2008
Τρίτη, Οκτωβρίου 21, 2008
Η Πεθερά - 13ο Μέρος
Καλή ανάγνωση!
ΥΓ. Προς νέους ναυτιλλομένους: σωσίβια θα βρείτε στην αρχή καθώς και την μέση του σκάφους...
------------------------------------------------------------------------------------
Ανακεφαλαίωση: Είμαστε κλεισμένοι μέσα στο ασανσέρ με την πεθερά της Χριστίνας. Η Παναγιώτα μόλις τα έκανε επάνω της. Το ασανσέρ βρωμάει. Κάνει ζέστη. Η Παναγιώτα κλαίει και η πυροσβεστική θα έρθει σε περίπου μισή ώρα. Κατόπιν όλων αυτών, θα ήθελα να προσθέσω και ένα τέταρτο στοιχείο στο Ιδανικό Ακίνητο Ασανσέρ: μια έξοδο διαφυγής. Αδιάφορο που. Θα μπορούσε για παράδειγμα να σε βγάζει στον μαγικό κόσμο του Οζ. Κανένα πρόβλημα! Το ζητούμενο ήταν ΝΑ ΒΓΩ!
"ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!" έλεγε η Παναγιώτα
"Σώπα, σώπα..." έλεγε η Χριστίνα και την κουνούσε πέρα δώθε.
"ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!" συνέχιζε ακάθεκτη η Παναγιώτα
"Σώπα, σώπα, σώπα..." επέμενε η Χριστίνα
"ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!" επέμενε και η Παναγιώτα
"Δεν θα γίνει τίποτα έτσι!" είπε ξαφνικά η πεθερά.
Γυρίσαμε και την κοιτάξαμε.
"Τι εννοείτε;" είπα εγώ
"Το μωρό..." εξήγησε η πεθερά. "Δεν πρόκειται να σταματήσει με αυτόν τον τρόπο..."
"Γιατί;;;" είπε η Χριστίνα που ένοιωσε προσβεβλημένη. "Τι έχει ο τρόπος μου;"
"Γιατί δεν γίνεται έτσι!" επέμεινε η πεθερά. "Δωσ' την σ' εμένα να σου δείξω!"
"Κοιτάξτε!" είπε η Χριστίνα εμφανώς τσαντισμένη. "Το μωρό τα έχει κάνει επάνω του. ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ να σταματήσει να γκρινιάζει! Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να την κάνουμε να γκρινιάζει λίγο πιο χαμηλόφωνα..."
"Αχχ...." αναστέναξε βαθιά η πεθερά και την κοίταξε με τα τεράστια μάτια της. "Όπως νομίζεις..." είπε και γύρισε το κεφάλι της προς την άλλη μεριά.
Η Χριστίνα γύρισε προς την Παναγιώτα και της είπε.
"Σώπα, σώπα.... ώωωωωωωω..."
"ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!" είπε η Παναγιώτα
"Άχχχχχχχχχχχ..." αναστέναξε η πεθερά.
"Ωωωωωωω... Ωωωωωωωωω..." είπε η Χριστίνα και έριξε ένα στραβό βλέμμα στην πεθερά της. "Σταμάτα τώρα, σταμάτα..."
"ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!" είπε η Παναγιώτα
"Άχχχχχχχχχχχχχχχχχχ..." αναστέναξε η πεθερά και κούνησε απογοητευμένη το κεφάλι της
"Έλα, έλα, ώωωωωωωωωωω..." είπε η Χριστίνα
"ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!" είπε η Παναγιώτα
"Τς, τς, τς, τς, τς, τς..." μουρμούρισε η πεθερά της κοιτάζοντας τα παπούτσια της
Η Χριστίνα κοίταξε την πεθερά της. Μετά κοίταξε την Παναγιώτα.
"ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!" είπε η Παναγιώτα
"Ε, ΣΚΑΣΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ!!!!!!!!!!" της έβαλε ξαφνικά μια φωνή η Χριστίνα.
Η Παναγιώτα σταμάτησε για ένα δευτερόλεπτο το κλάμα, άνοιξε τα μάτακια της και κοίταξε απορημένη την Χριστίνα. Ύστερα έκλεισε τα ματάκια της, έσφιξε τα χεράκια της σε γροθιές, σούφρωσε τα φρυδάκια της και είπε:
"ΝΝΝΝΝΝΝΝΝΓΓΓΚΚΚΚΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!"
"ΓΙΑ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ!!!" έβαλα τις φωνές. "ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΡΕ ΠΑΙΔΙΑ;;;"
"ΤΣΑΚΩΘΗΚΑΜΕ!!!" είπε η Χριστίνα και κοίταξε την Παναγιώτα. "ΆΝΤΕ ΜΗΝ ΤΗΣ ΠΩ ΤΙΠΟΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΑΝΑ ΤΗΣ!!!" συμπλήρωσε, έδωσε το μωρό στην πεθερά της, μας γύρισε την πλάτη και κοίταξε τον τοίχο του ασανσέρ.
Η πεθερά πήρε την μικρή στα χέρια της και την κράτησε απαλά.
"Μην κλαις μικρούλα μου, μην κλαις..." της είπε
"ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑααααααααααααααααα" είπε η Παναγιώτα
"Έλα, έλα, έλα... μην κλαις..."
"ααααααααααααααααα........" είπε η Παναγιώτα
"Ώπα, ώπα, ώπα, ώπα..." είπε η πεθερά
"...................." είπε η Παναγιώτα
"Καλόοοοο... καλόοοοοο..." είπε η πεθερά
"..." είπε η Παναγιώτα
"Έτσι μπράβο..." είπε η πεθερά, την ακούμπησε απαλά στον ώμο της και με κοίταξε. "Κοιμήθηκε..." μου είπε. "Είδες; Έτσι γίνεται..." και χαμογέλασε γλυκά.
Γύρισα και κοίταξα την πλάτη της Χριστίνας. Πρέπει χαλαρά να ήταν η πιο θυμωμένη πλάτη που έχω δει στην ζωή μου.
Η συνέχεια την Πέμπτη!
Θανάσημος
Δευτέρα, Οκτωβρίου 20, 2008
Η Πεθερά - 12ο Μέρος
Προς νέους αναγνώστες: έχετε χάσει πολλά επεισόδια! Φίαρ νοτ! Μπορείτε να ξεκινήσετε απ' την αρχή, από την μέση ή από το τέλος...
Προς παλαιούς αναγνώστες: πρέπει να ξέρετε ότι ο μοναδικός λόγος που το παρόν επεισόδιο ολοκληρώθηκε είναι επειδή η γυναίκα μου με απείλησε ότι θα με χωρίσει εάν δεν το τελείωνα... Δεδομένου όμως ότι μετά από τόσα επεισόδια έχουν αρχίσει να της τελειώνουν οι πρωτότυπες απειλές, θα έχει ενδιαφέρον να δούμε τι άλλο θα σκαρφιστεί προκειμένου να με υποχρεώσει να ολοκληρώσω το επόμενο...
Θανάσημος: ο άνθρωπος που βαριέται πιο γρήγορα απ' τον ίσκιο του.
Πάμε Ντόλι!
----------------------------------------------------------------------------------------------
Όταν είσαι κλεισμένος σε ένα ασανσέρ, έχεις αρκετό χρόνο να σκεφτείς διάφορα πράγματα. Όπως για παράδειγμα, πως θα έπρεπε να είναι το τέλειο ασανσέρ. Και δεν αναφέρομαι στο τέλειο ασανσέρ που κινείται. Αναφέρομαι στο τέλειο ΑΚΙΝΗΤΟ ασανσέρ.
Ένα από τα προβλήματα με τα ασανσέρ είναι ότι οι κατασκευαστές τους δεν σκέφτονται καθόλου την περίπτωση που οι επιβάτες εγκλωβιστούν μέσα για ώρες. Το τέλειο ακίνητο ασανσέρ θα μπορούσε για παράδειγμα να έχει από εκείνες τις πτυσσόμενες καρέκλες που συναντάμε σε μερικούς συρμούς του μετρό και που μόλις σηκώνεσαι, κλείνουν για να μην πιάνουν χώρο. Θα μπορούσε επίσης να έχει μερικά ζευγάρια ακουστικών που θα παίζουν απαλή κλασσική μουσική, προκειμένου να μην είσαι υποχρεωμένος να ακούς την γκρίνια της πεθερά σου. Θα μπορούσε τέλος να έχει και έναν παπά που να σου διαβάζει το μωρό. Πιστεύω ότι ένα τέτοιο ασανσέρ θα έκανε την ζωή μου πολύ πιο όμορφη κι ευχάριστη εκείνο το μεσημέρι...
Μετά την πρώτη ψυχρολουσία από την θεία που εξαφανίστηκε μέσα στο διαμέρισμα του κύριου Παντελή, αρχίσαμε να φωνάζουμε όλοι μαζί, χτυπώντας τα τοιχώματα του ασανσέρ και την πόρτα:
"ΘΕΙΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!!!!!!!!!! ΚΥΡΙΕ ΠΑΝΤΕΛΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗ!!!!!!!!!!!!!!!!!! ΒΟΗΗΗΗΗΗΗΗΘΕΙΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ"
Μάταιος κόπος.
"Μα καλά, ΤΙ κάνουν τόσες ώρες;" είπα στο τέλος αγανακτισμένος
"Μάλλον θα συζητάνε..." είπε η Χριστίνα αποκαμωμένη
"Θα... συζητάνε;;; ΤΙ θα συζητάνε;;;" είπα εγώ
"Α, δεν τους ξέρεις αυτούς τους δύο..." είπε η Χριστίνα. "Από τότε που τους σύστησες, γίνανε κολλητοί!"
"Εγώ τους σύστησα;" είπα
"Εσύ! Όταν έφευγες μετά την γέννα μου! Θυμάσαι; Και είχε έρθει ο κύριος Παντελής να παραπονεθεί για τον θόρυβο που έκανε το μωρό!"
"Α! Α!" είπα και έσμιξα τα φρύδια μου. "Ο παππούς με τις πορτοκαλί πιτζάμες!"
"Αυτός..." είπε η Χριστίνα ξέπνοα και με κοίταξε απελπισμένα. "Μπορούν να μιλάνε με τις ώρες..." πρόσθεσε
"Αν είναι δυνατόν!" είπα και ακούμπησα στο τοίχωμα του ασανσέρ απελπισμένος
"Ψυχραιμία..." είπε η Χριστίνα μονολογώντας. "Ψυχραιμία..." ξαναείπε και ακούμπησε στον τοίχο του ασανσέρ. "Κάποιος θα έρθει να μας βγάλει"
"Ποιος;" είπε η πεθερά
"Ο από μηχανής Θεός;" είπα εγώ
"ΤΟ ΒΡΗΚΑ!" είπε η Χριστίνα. "Θα πάρουμε τηλέφωνο την Δήμητρα!"
"Την Δήμητρα; Αφού θα δουλεύει τώρα..." είπα εγώ
"Ναι! Αλλά ο Χανς ΔΕΝ δουλεύει!" είπε η Χριστίνα
"Ποιος είναι ο Χανς;" είπε η πεθερά
"Ο από μηχανής νονός!" είπε η Χριστίνα και με κοίταξε. "Παρ' τον τηλέφωνο!" μου είπε
Σχημάτισα τον αριθμό στο κινητό μου και έβαλα πάλι το μεγάφωνο.
"Χελό;" ακούστηκε η φωνή του Χανς
"Χάι Χανς!" είπε η Χριστίνα. "Ιτς Χριστίνα!"
"Χριστίνα, νοτ νάου!" είπε ο Χανς. "Αϊ εμ ιν δε μιντλ οφ α γουόρ!"
"Ρίλι;" είπε η Χριστίνα με ενδιαφέρον. "Χου αρ γιου φάιτινγκ γουίθ;"
"Βαλ!" είπε ο Χανς
"Όου, όου!" είπε η Χριστίνα. "Μπι κέρφουλ! Γιου χαβ το πουτ χιμ ιν α κόρνερ!"
"Ιν α κόρνερ;"
"Γιες! Μπετερ μπιχάιντ α κόλιουμν!"
"Ρίλι;"
"Γιές! Εντ ντοντ λετ χιμ γκοου άουτ μπικόουζ χι ιζ γκόινγκ του στιλ γιουρ μάνα!"
"Μάι μάνα;"
"Γιές!"
"Οκ! Οκ! Θενκς! Άι χαβ το γκόου νάου! Μπάι!"
"Γκουντ λάκ!" είπε η Χριστίνα
Ύστερα ο Χανς έκλεισε το τηλέφωνο.
Γύρισα και κοίταξα την Χριστίνα. Η Χριστίνα με κοίταξε. Μετά γούρλωσε τα μάτια της.
"ΑΜΑΝ!" είπε. "Το ξέχασα! Παρ' τον πάλι τηλέφωνο!"
"Τι ξέχασες;" της είπα. "Να του πεις για τον πατέρα;"
"Συγνώμη, τι έγινε;" παρενέβη η πεθερά
"Ο Χανς είναι σε πόλεμο αυτή τη στιγμή..." εξήγησα. "Προσπαθεί να σώσει τη μάνα του!"
"Α!" είπε η πεθερά και με κοίταξε με τα τεράστια μάτια της.
"Σταμάτα ρε βλάκα!" μου είπε η Χριστίνα και γύρισε στην πεθερά. "Μην τον ακούτε!" της είπε. "Η μάνα είναι μια μαγική δύναμη"
"Α!" είπε η πεθερά και την κοίταξε με τα τεράστια μάτια της.
"Εννοώ ότι δεν είναι η μάνα του Χάνς που είναι η μαγική δύναμη! Είναι μια μαγική δύναμη που την λένε μάνα." διευκρίνισε η Χριστίνα
"Α!" είπε η πεθερά
"Πιθανότατα δεν την ξέρετε γιατί δεν δουλεύει σε αυτόν τον κόσμο..." είπα εγώ. Η πεθερά γύρισε και με κοίταξε.
"Με δουλεύετε;" είπε
"Όχι, ΟΧΙ!" είπα εγώ και την κοίταξα. "Σοβαρά μιλάμε!"
"Έλα! Παρ' τον Χανς τηλέφωνο!" μου είπε η Χριστίνα ανυπόμονα.
"Οκ, οκ!" είπα εγώ και τον ξανακάλεσα.
"Χελό;" είπε ο Χανς
"Χάι Χανς! Ιτς Χριστίνα εγκέν!"
"ΧΡΙΣΤΙΝΑ!" είπε ο Χανς. "ΧΙ ΣΤΟΟΥΛ ΜΑΪ ΜΑΝΑ!!!"
"Όου νόου!" είπε η Χριστίνα. "Γιου χαβ το γκόου εγουέι νάου!"
"Γιες άι νόου!" είπε ο Χανς στεναχωρημένος
"Τι συμβαίνει;" ρώτησε η πεθερά
"Πάει η μάνα του..." της είπα εγώ
"Ο Χριστός και η Παναγία!" είπε η πεθερά
"Χανς, άι νιντ γιορ χέλπ!" είπε η Χριστίνα
"Γιες;" είπε ο Χανς
"Γιες. Άι εμ λοκντ ιν μάι ελεβέιτορ!"
"Έλεβέιτορ... έλεβέιτορ..." μουρμούρισε ο Χανς. "Ιν γουίτς κάστλ ιζ δατ;"
"Νο, νοτ ιν δε γκέιμ!" είπε η Χριστίνα. "Ιν δι ελεβέιτορ οφ μάι χόμ! Ιν Άθενς!"
"ΡΙΛΙ;;;" είπε ο Χανς
"Ρίλι!" είπε η Χριστίνα. "Καν γιου καμ το χελπ ας;"
"ΟΚ, οκ! Άι εμ κάμινγκ!" είπε ο Χανς και έκλεισε το τηλέφωνο
Η Χριστίνα γύρισε και κοίταξε την πεθερά της. "Μην ανησυχείτε" της είπε. "Μένει πέντε λεπτά από εδώ! Έρχεται να μας βγάλει! Όλα θα πάνε καλά!"
Εκείνη τη στιγμή ακούσαμε την πόρτα του κυρίου Παντελή να ανοίγει από πάνω.
"Γεια σας αγαπητή μου και σας ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση!" είπε ο κύριος Παντελής. "Θα περάσουμε μια ανεπανάληπτη κρουαζιέρα!"
"Α βέβαια!" είπε η θεία. "Θα είναι και ο Μικρούτσικος!"
"ΘΕΙΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!!!!!!!!!" έβαλε μια φωνή η Χριστίνα
"Ορίστε, ορίστε! Σας φωνάζει η ανιψιά σας!" είπε ο κύριος Παντελής. "Λοιπόν γειά σας τώρα!"
"ΌΧΙ, ΌΧΙΙΙΙΙΙΙ !!!!!!!!" φωνάξαμε όλοι απ' το ασανσέρ. "ΚΥΡΙΕ ΠΑΝΤΕΛΗΗΗΗΗΗ!!!!!!!!! ΒΟΗΘΕΙΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!!!!!!!!!!"
"ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ;;;" φώναξε ο κύριος Παντελής.
"ΚΥΡΙΕ ΠΑΝΤΕΛΗ, ΈΧΟΥΜΕ ΚΛΕΙΣΤΕΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΑΣΑΝΣΕΡ!!!"
"ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΑΣΑΝΣΕΡ;;;" είπε ο κύριος Παντελής. "ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ! Πριν από μια εβδομάδα του κάναμε συντήρηση!"
"Α, ναι;" είπε η θεία.
"Ασφαλώς!" είπε ο κύριος Παντελής. "Ήμουν παρών!"
"ΧΡΙΣΤΙΝΑ;" φώναξε η θεία. "ΕΙΣΑΙ ΣΙΓΟΥΡΗ ΟΤΙ ΚΛΕΙΣΤΗΚΕΣ ΣΤΟ ΑΣΑΝΣΕΡ;"
Η Χριστίνα γύρισε και με κοίταξε.
"Κατάλαβες τι σου έλεγα;" μου είπε. "Μια χαρά συνεννοούνται!"
"ΚΥΡΙΕ ΠΑΝΤΕΛΗ!" φώναξα εγώ. "ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΛΕΙΣΜΕΝΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΑΣΑΝΣΕΡ! ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ ΒΟΗΘΕΙΑ!"
"ΕΣΕΙΣ ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΘΕ;;;" φώναξε ο κύριος Παντελής. "ΕΙΣΘΕ ΤΗΣ ΠΟΛΥΚΑΤΟΙΚΙΑΣ;;;"
"ΟΧΙ ΚΥΡΙΕ ΠΑΝΤΕΛΗ! ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ!" φώναξε η Χριστίνα. "ΤΙ ΣΧΕΣΗ ΕΧΕΙ ΑΥΤΟ ΤΩΡΑ;"
"Έχει, πως δεν έχει!" είπε ο κύριος Παντελής. "Διαχειριστής είμαι! Να μην ξέρω;"
"Κύριε Παντελή!" είπε η Χριστίνα. "Ανεβείτε παρακαλώ στο κουβούκλιο στην ταράτσα και πατήστε την ασφάλεια, μήπως και δουλέψει! Είναι το πράσινο κουμπί!"
"Α, δεν μπορώ να ανέβω σκαλιά!" είπε ο κύριος Παντελής. "Έχω άσθμα!"
"Να ανέβω εγώ!" προθυμοποιήθηκε η θεία
"ΟΧΙ!!!" φωνάξαμε όλοι μαζί πανικόβλητοι μέσα απ' το ασανσέρ
"Κύριε Παντελή, προς Θεού!!!" είπε η Χριστίνα πανικόβλητη. "ΜΗΝ ΑΦΗΣΕΤΕ ΤΗΝ ΘΕΙΑ ΝΑ ΠΑΤΗΣΕΙ ΚΑΝΕΝΑ ΚΟΥΜΠΙ!!!"
"Εμά πως αλλιώς να γίνει;" είπε ο κύριος Παντελής και μετά τον ακούσαμε να λέει στη θεία. "Ανέβα επάνω γοργόνα μου και πάτα λίγο την ασφάλεια!"
"Γοργόνα μου;" είπα εγώ
"Εντάξει!" είπε η θεία τσαχπίνικα και την ακούσαμε να ανεβαίνει τις σκάλες.
"Γεια όνομα του Θεού!" είπε η Χριστίνα και με κοίταξε έντρομη. "Αυτή είναι ικανή να μας ρίξει!"
"Και να μην το καταλάβει κι όλας..." είπα εγώ
"Και θα πάει και το παιδί αδιάβαστο!" είπε η πεθερά
"ΕΛΑ ΧΡΙΣΤΙΝΑ; ΧΡΙΣΤΙΝΑ;;;" ακούσαμε την θεία επάνω απ' τα κεφάλια μας.
"ΕΛΑ ΘΕΙΑ!" είπε η Χριστίνα.
"ΕΧΕΙ ΩΡΑΙΑ ΘΕΑ ΕΔΩ ΠΑΝΩ!" είπε η θεία
"ΜΠΡΑΒΟ, ΜΠΡΑΒΟ!" είπε η Χριστίνα
"ΒΛΕΠΩ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ!" είπε η θεία. "ΕΧΕΙ ΚΑΤΙ ΒΑΡΚΟΥΛΕΣ! ΚΑΤΣΕ ΝΑ ΔΩ ΤΙ ΈΧΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΜΕΡΙΑ..."
"ΘΕΙΑ; ΠΟΥ ΠΑΣ;;;" φώναξε η Χριστίνα αλλά δεν πήρε απάντηση: η θεία είχε ήδη φύγει...
Εκείνη την ώρα ακούσαμε τον Τόμπι να γαβγίζει και να ανεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες.
"Τόμπι!" είπε η Χριστίνα
"Κριστίνα;" ακούσαμε μια φωνή
"Μπράβο πρόοδος ο Τόμπι!" είπα εγώ
"Χανς!" είπε η Χριστίνα. "Θενκ ΓΚΟΝΤ!!!"
"ΟΚ!" είπε ο Χανς. "Αι εμ χίαρ! Γουάτ καν άι ντου;"
"ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ;" φώναξε ο κύριος Παντελής.
"ΈΝΑΣ ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΚΥΡΙΕ ΠΑΝΤΕΛΗ!" φώναξε η Χριστίνα. "ΉΡΘΕ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΕΙ!"
"ΚΙ ΑΛΛΟΣ ΦΙΛΟΣ ΣΟΥ;;;" είπε ο κύριος Παντελής. "ΠΟΛΛΟΥΣ ΑΝΤΡΕΣ ΦΙΛΟΥΣ ΕΧΕΙΣ!"
"Χανς!" είπε η Χριστίνα. "Πλιζ, γκόου απστέρς εντ πρες δε γκριν μπότον!"
"ΟΚ!" είπε ο Χανς και έφυγε τρέχοντας.
"ΟΥΣΤ ΒΡΕ! ΟΥΣΤ!" ακούσαμε τον κύριο Παντελή να φωνάζει πανικόβλητος. "ΆΣΕ ΚΑΤΩ ΤΟ ΠΟΔΙ ΜΟΥ!"
"ΚΡΙΣΤΙΝΑ!" φώναξε ο Χανς από επάνω. "Νταζ ιτ γουόρκ νάου;"
Η Χριστίνα έπεσε επάνω στο καντράν και πάτησε το κουμπί του ορόφου της.
Τίποτα.
Το ξαναπάτησε με μανία.
Τίποτα.
"ΝΟΘΙΝΓΚ!" φώναξε απογοητευμένη και ακούμπησε πίσω στο τοίχωμα του ασανσερ.
"ΟΚ!" είπε ο Χανς καθώς κατέβαινε τρέχοντας τις σκάλες. "Ιτ ις μπρόκεν! Γουί τζαστ χαβ του γουέιτ φορ δε φάιερμπριγκέιτ..."
"Δε φάιερμπριγκέιτ;" είπε η Χριστίνα
"Γουάι;" είπα εγώ
"Μπατ... του τέικ γιου άουτ!" είπε ο Χανς
"Ρίλι;;;" είπα εγώ. "Ιφ γουί κολ δε φάιερμπριγκέιτ, δέι γουίλ τέικ ας άουτ;"
"Οφ κόρς!" είπε ο Χανς
Ξαφνικά μια ησυχία έπεσε μέσα στο ασανσέρ καθώς κοιταχτήκαμε με την Χριστίνα.
"Ε, είμαστε πολύ μαλάκες..." είπα, σήκωσα το ακουστικό και κάλεσα την πυροσβεστική. Λίγο μετά, έκλεισα το τηλέφωνο και είπα:
"Έρχονται σε μισή ώρα..."
Μείναμε έτσι να κοιταζόμαστε μέσα στο ασανσέρ υπολογίζοντας πόση ακόμα ώρα θα πρέπει να περιμένουμε όταν ένοιωσα ξαφνικά μια απαράδεκτη μυρωδιά στα ρουθούνια μου.
"Αν είναι δυνατόν! Αυτό μας έλειπε τώρα! Ποιος έκλασε;" σκέφτηκα και κοίταξα την Χριστίνα. Η Χριστίνα με κοίταξε αδιάφορα. Ύστερα ξαφνικά ζάρωσε τα μούτρα της, σαν μόλις να την έπιασε κι εκείνη η μυρωδιά. Γυρίσαμε και κοιτάξαμε την πεθερά. Η πεθερά μας κοίταξε αδιάφορα.
"Τι συμβαίνει;" μας είπε και ξαφνικά έφερε το χέρι της στη μύτη της. "ΑΜΑΝ!" είπε.
Γυρίσαμε όλοι μας και κοιτάξαμε την Παναγιώτα.
".......αααααααααααααααΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!" έκανε η μικρή
"Ε, όχι ρε μαλάκα..." είπε η Χριστίνα και με κοίταξε απελπισμένη.
Κάντε κλικ εδώ για τη συνέχεια!
Θανάσημος
Πέμπτη, Οκτωβρίου 16, 2008
Η Πεθερά - 11ο Μέρος
Δεδομένου ότι αυτό είναι το ενδέκατο επεισόδιο της ιστορίας, θα πρότεινα στους νέους αναγνώστες να ξεκινήσουν απ' την αρχή ή (εάν βαριούνται) από την μέση. Βολεύει!
Καλή ανάγνωση!
------------------------------------------------------------------------------------------
Επιστρέψαμε από την εκκλησία σε μια ατμόσφαιρα βουβαμάρας. Κανείς δεν φαινόταν διατεθειμένος να πει τίποτα σε κανέναν. Παρκάραμε, βουβοί, αποβιβαστήκαμε βουβοί, μπήκαμε στην πολυκατοικία βουβοί, καλέσαμε το ασανσέρ βουβοί, μπήκαμε μέσα βουβοί και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε βουβοί, όταν ξαφνικά την σιωπή έσπασε η Χριστίνα:
"Αμάν!" είπε. "Που είναι ο Τόμπι; Τον ξεχάσαμε κάτω!"
Εκείνη την στιγμή, το ασανσέρ σταμάτησε μεταξύ δύο ορόφων.
"Πάτησες το στοπ;" είπα στην Χριστίνα.
"Όχι!" είπε η Χριστίνα και άπλωνοντας το χέρι της, πάτησε το κουμπί του ορόφου της.
Δεν έγινε τίποτα. Το ξαναπάτησε. Δεν έγινε τίποτα.
Κοιταχτήκαμε.
"Νομίζω ότι κλειστήκαμε μέσα..." είπα και πάτησα το κουμπί του συναγερμού.
Δεν έγινε τίποτα. Ξαναπάτησα το κουμπί. Δεν έγινε τίποτα.
Πέρασε έτσι μια στιγμή αμηχανίας μέσα στο ασανσέρ, όταν ξαφνικά η πεθερά επιτέθηκε στην πόρτα κι άρχισε να την χτυπάει με το δαχτυλίδι της με δύναμη:
"ΒΟΗΘΕΙΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!!!!!!!!!!" άρχισε να φωνάζει. "ΑΚΟΥΕΙ ΚΑΝΕΙΕΙΕΙΕΙΕΙΕΙΣ;;; ΒΟΗΘΕΙΑΑΑΑΑΑ!!!!!!!!!!!!!"
"Ηρεμήστε! ΗΡΕΜΗΣΤΕ!!!" της φώναξε η Χριστίνα μετά από λίγα δευτερόλεπτα πανικού. "Δεν είναι κανείς στην πολυκατοικία αυτή την ώρα! Όλοι δουλεύουν!" είπε.
"Και... ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΩΡΑ;;;" πανικοβλήθηκε η πεθερά
"Θα πάρουμε τηλέφωνο..." είπα εγώ κι έβγαλα το κινητό μου.
"ΠΟΙΟΝ θα πάρουμε τηλέφωνο;" είπε η πεθερά κι έσμιξε τα φρύδια της.
"Την θεία μου..." είπε η Χριστίνα και με κοίταξε με απόγνωση.
Σχημάτησα τον αριθμό στο κινητό, το έβαλα στο μεγάφωνο για να ακούει η Χριστίνα από μακριά επειδή δεν ήθελε να το φέρει κοντά στο μωρό και πάτησα το κουμπί για να καλέσει.
"Παρακαλώ;" ακούστηκε η φωνή της θείας
"Έλα θεία! Η Χριστίνα είμαι!"
"Α, λείπει τώρα!" είπε η θεία ευγενικά. "Έχει πάει το παιδί στη βιβλιοθήκη. Ποιος τη ζητάει παρακαλώ;"
"Ρε θεία, εγώ είμαι! Η Χριστίνα!"
"Α, Χριστίνα κι εσείς ε;" είπε η θεία ευγενικά. "Ωραίο όνομα..."
"Θεία ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ! ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΟΥ!!! Χρειαζόμαστε την βοήθεια σου!"
"Την βοήθεια μου;" είπε η θεία
"Ναι, την βοήθεια σου! Μ' ακούς;"
Ακολούθησε μια παύση.
"Θεία, μ' ακούς;" είπε πάλι η Χριστίνα
"Είστε από το τηλεπαιχνίδι;" είπε η θεία
Η Χριστίνα γύρισε και με κοίταξε απελπισμένη. Μείναμε έτσι για λίγο να κοιταζόμαστε. Στο τέλος άπλωσα το χέρι μου, πήρα το τηλέφωνο και είπα:
"ΣΥΓΧΑΡΗΤΗΡΙΑ, ΚΕΡΔΙΣΑΤΕ!!!"
"ΑΧ, ΜΠΡΑΒΟ!!!" είπε η θεία χαρούμενη
"Μπράβο και σε εσάς!" είπα εγώ. "Γειά σας τώρα! Γειά σας!"
"Γειά σας, γειά σας!" είπε και η θεία και το έκλεισα.
"Συγνώμη, τι κάνεις;" μου είπε η Χριστίνα τσαντισμένη
"Ρισέτ!" είπα εγώ και μέτρησα μέχρι το δέκα. Μετά ξανακάλεσα το νούμερο.
"Μίλα αργά!" είπα στην Χριστίνα και της έδωσα το τηλέφωνο
"Παρακαλώ;" ακούστηκε η θεία στην άλλη άκρη της γραμμής
"Γειά σου θεία! Εγώ είμαι. Η ανιψιά σου, η Χριστίνα!" είπε αργά η Χριστίνα
"Γειά σου Χριστίνα! Που να σου τα λέω! Μόλις κέρδισα μια κρουαζιέρα!" είπε η θεία
"Α, μπράβο! Συγχαρητήρια!" είπε η Χριστίνα και με αγριοκοίταξε.
"Μίλησα με τον Μικρούτσικο!" είπε η θεία πανευτυχής
"Μπράβο, μπράβο!" είπε η Χριστίνα. "Λοιπόν, θεία; Έχω ένα πρόβλημα! Μ' ακούς;"
"Σ' ακούω!"
"Έχουμε κλειστεί στο ασανσέρ!" είπε η Χριστίνα
"Α, ναι;" είπε η θεία λίγο αδιάφορα κι έκανε μια παύση. "Για πόσα άτομα λες να είναι;" είπε στο τέλος
"Εεεε, δεν υπάρχει πρόβλημα!" είπε η Χριστίνα. "Είναι για τέσσερα άτομα"
"Αχ ωραία! Θα έρθεις κι εσύ με τον Βασίλη και το μωρό!" είπε η θεία χαρούμενη
"ΠΟΥ;" είπε η Χριστίνα
"Στην κρουαζιέρα!" είπε η θεία χαρούμενη.
"ΘΕΙΑ!!!" είπε η Χριστίνα που είχε αρχίσει να βαράει χοντρές ανάποδες. "ΑΚΟΥΣΕ ΜΕ ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ!!!"
"Καλά, καλά! Μη φωνάζεις!" είπε η θεία
"Πρέπει να βγεις απ' το σπίτι, να ανέβεις στο διαμέρισμα ακριβώς από επάνω μας και να χτυπήσεις το κουδούνι του κυρίου Παντελή, του διαχειριστή!"
"Γιατί;" είπε η θεία
"Για να μας βγάλει έξω!" είπε η Χριστίνα
"Βόλτα;" είπε η θεία
Ακολούθησε μια παύση κατά την οποία η Χριστίνα μέτρησε μερικές δεκάδες προβατάκια τα οποία και έσφαξε στο καπάκι.
"Λοιπόν, θεία..." είπε αργά στο τέλος "... θα το κάνουμε βήμα - βήμα, οκ;"
"Ποιο;" είπε η θεία
"Μην ανησυχείς! Απλώς κάνε αυτό που σου λέω, οκ;"
"Οκ..."
"Λοιπόν... πάρε το τηλέφωνο μαζί σου και βγες από το σπίτι, οκ;"
"ΟΚ..." είπε η θεία
Περιμέναμε μερικά δευτερόλεπτα. Στο τέλος η θεία είπε: "Δεν φτάνει!"
"Τι δεν φτάνει;" είπε η Χριστίνα
"Το καλώδιο!" είπε η θεία
"ΠΟΙΟ ΚΑΛΩΔΙΟ ΡΕ ΘΕΙΑ;;; ΑΣΥΡΜΑΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ!!!"
"Ασύρματο είναι;" είπε η θεία
"Ναι!" είπε η Χριστίνα
"Και τότε γιατί έχει καλώδιο;" είπε η θεία
"ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΚΑΛΩΔΙΟ!" είπε η Χριστίνα
"Και αυτό τι είναι;" είπε η θεία
"ΠΟΥ ΝΑ ΞΕΡΩ ΡΕ ΘΕΙΑ ΤΙ ΕΙΝΑΙ; ΠΑΡΕ ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ ΚΑΙ ΒΓΕΣ ΑΠ' ΤΟ ΣΠΙΤΙ! ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΛΕΙΣΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΑΣΑΝΣΕΡ!" έβαλε τις φωνές η Χριστίνα
"Καλά, καλά!" είπε η θεία και ύστερα ακούστηκε ένας θόρυβος και κόπηκε η γραμμή.
"Θεία;... Θεία;;;.... ΘΕΙΑ;;;..." φώναξε η Χριστίνα. "Δεν το πιστεύω! Το 'κλεισε!" είπε στο τέλος
"Χριστίνα;" δοκίμασα να πω εγώ.
"Τι είναι;" είπε η Χριστίνα αγριεμένη
"Δεν νομίζω ότι το έκλεισε!"
"Αλλά;" είπε η Χριστίνα
"Νομίζω ότι έβγαλε την βάση απ' την πρίζα..."
"ΤΙ ΕΚΑΝΕ;;;" γούρλωσε τα μάτια της η Χριστίνα
"Ωχ, Παναγία μου, ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ!" βόγκηξε η πεθερά
"Δηλαδή, ΧΑΣΑΜΕ ΕΠΑΦΗ;;;" είπε η Χριστίνα
"Και πότε είχαμε;" είπα εγώ
Εκείνη την ώρα η πεθερά άρχισε να χτυπάει την πόρτα με το δαχτυλίδι της. "ΒΟΗΘΕΙΑ!!! ΒΟΗΘΕΙΑ!!! ΑΝΟΙΞΤΕ ΜΑΣ!!! ΒΟΗΘΕΙΑ!!!!!" φώναξε
"Ποιος είναι;" ακούστηκε η φωνή της θείας απ' τον διάδρομο
"ΘΕΙΑ!!!" φώναξε η Χριστίνα στην πόρτα του ασανσέρ "ΘΕΙΑ!!! Μ' ΑΚΟΥΣ;;;"
"Χριστίνα, εσύ είσαι;" είπε η θεία
"ΝΑΙ!!!" είπε η Χριστίνα
"Α! Κι εγώ νόμιζα ότι έκλεισες..." είπε η θεία
Η Χριστίνα γύρισε και με κοίταξε.
"Συνέχισε αργά και σταθερά..." της είπα.
"Λοιπόν, θεία;" είπε η Χριστίνα γυρίζοντας προς την πόρτα του ασανσέρ. "Ανέβα στον επάνω όροφο!"
"Τώρα;" είπε η θεία
"Τώρα!" είπε η Χριστίνα
"Μισό λεπτό..." είπε η θεία. Μετά ακούσαμε έναν μικρό θόρυβο μέσα στο φρεάτιο του ασανσέρ. Μετά πάλι ησυχία.
"Δεν δουλεύει το ασανσέρ!" είπε στο τέλος η θεία
Η Χριστίνα πήρε μια βαθιά εισπνοή. "Το ξέρω θεία!" είπε. "Έχουμε κλειστεί μέσα!"
"Σοβαρά;" είπε η θεία ανήσυχη. "Πω, πω... Τι θα κάνουμε τώρα;"
"Πρέπει να ανέβεις στον επάνω όροφο και να χτυπήσεις το κουδούνι του κυρίου Παντελή, του διαχειριστή!" είπε η Χριστίνα
"Α! Μισό λεπτό!" είπε η θεία και την ακούσαμε να ανεβαίνει τις σκάλες.
"Δόξα τω Θεώ!" μουρμούρισε η Χριστίνα.
"Αμήν!" είπε και η πεθερά κι έκανε τον σταυρό της
"Είμαι επάνω!" είπε η θεία μετά από λίγο. "Πιο κουδούνι;"
"Αυτό επάνω απ' το σπίτι μου!" είπε η Χριστίνα
"ΤΙ ΕΙΠΕΣ;" είπε η θεία "ΔΕΝ ΑΚΟΥΣΑ!"
"ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΠΑΝΩ ΑΠ' ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ!!!" έβαλε μια φωνή η Χριστίνα
"ΚΑΤΣΕ, ΚΑΤΣΕ ΝΑ ΠΑΡΩ ΤΟ ΜΗΔΕΝ..." είπε η θεία
"ΈΛΑ!" είπε μερικά δευτερόλεπτα αργότερα. "ΤΩΡΑ Μ' ΑΚΟΥΣ;"
"Σ' ΑΚΟΥΩ!" είπε η Χριστίνα. "ΧΤΥΠΑ ΤΟ ΚΟΥΔΟΥΝΙ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΩ ΑΠ' ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ!!!"
"ΓΙΑΤΙ;;;" είπε η θεία
"ΘΕΙΑ!!! ΑΠΛΩΣ ΧΤΥΠΑ ΤΟ!!!" είπε η Χριστίνα
"ΚΑΛΑ ΚΑΛΑ!" είπε η θεία.
"Γκλιν, γκλον..." ακούσαμε στο βάθος τον ήχο από ένα κουδούνι. Ύστερα ακούσαμε τον ήχο από μια πόρτα που ανοίγει.
"Ω, την αγαπητή μου κυρία!" είπε ο κύριος Παντελής
"Γεια σας!" είπε η θεία
"Τι θα θέλατε παρακαλώ;" είπε ο κύριος Παντελής
"Κάπου να κάτσω..." είπε η θεία
"Βεβαίως, βεβαίως! Παρακαλώ πολύ! Περάστε!" είπε ο κύριος Παντελής. Ύστερα ακούσαμε την πόρτα να κλείνει πίσω τους. Και ύστερα είχε και πάλι ησυχία...
Κάντε κλικ εδώ για τη συνέχεια!
Θανάσημος
Δευτέρα, Οκτωβρίου 13, 2008
Η Πεθερά - 10ο Μέρος
------------------------------------------------------------------------------------------
Μετά από πολύωρες διαπραγματεύσεις μπροστά στο μίνι κούπερ, καταλήξαμε τελικά να αφήσουμε την θεία στο σπίτι και να πάμε στην εκκλησία μόνο η Χριστίνα, η πεθερά της, η κόρη της, το σκυλί της και εγώ. Στην θεία που ρώτησε να μάθει γιατί δεν μπορούσε να έρθει μαζί μας, της εξηγήσαμε ότι δεν χωρούσαμε όλοι στο αυτοκίνητο και όταν αυτό δεν φάνηκε να δουλεύει, της είπαμε ότι κάποιος πρέπει να μείνει στο σπίτι να το φυλάει, επιχείρημα που αποδείχθηκε πολύ πιο πειστικό.
Φτάσαμε στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου μετά από πέντε λεπτά. Περίμενα να δω ένα από εκείνα τα σύγχρονα τσιμεντένια τερατουργήματα που στέκονται ημιτελή εδώ και χρόνια και περιμένουνε υπομονετικά να βαφτούνε όταν θα έχουν ρίξει αρκετά λεφτά στο παγκάρι οι δέκα - είκοσι θαμώνες της εκκλησίας. Αντί γι' αυτό, είδα μια πολύ παλιά, όμορφη εκκλησία, με μια μεγάλη αυλή και αρκετά δέντρα. Παρκάραμε, δέσαμε τον Τόμπι σε ένα δέντρο της αυλής και μπήκαμε μέσα στην εκκλησία. Ένας καντηλανάφτης ήταν εκεί και έσβηνε κάτι κεριά.
"Γεια σας!" του είπε η Χριστίνα. "Ήρθαμε να διαβάσουμε το μωρό!"
Ο καντηλανάφτης μας κοίταξε με μισό μάτι. "Ραντεβού έχετε;" είπε
"Ραντεβού;" είπε η Χριστίνα. "Τι ραντεβού;"
"Ραντεβού!" είπε ο καντηλανάφτης. "Πως, έτσι άιντε ήρθατε να διαβάσετε το μωρό;"
"Μας συγχωρείτε!" είπε η πεθερά. "Είναι νέα μητέρα η κυρία και δεν ήξερε..."
"Και οι άλλες νέες είναι!" είπε ο καντηλανάφτης. "Αλλά κλείνουν ραντεβού!" και ξεκίνησε να πάει προς το γραφείο του παπά.
"Τι να σας πω; Δίκιο έχετε..." είπε η πεθερά και ακολούθησε τον καντηλανάφτη.
Γύρισα και κοίταξα την Χριστίνα που καθόταν με το μωρό στο χέρι και κοιτούσε το ταβάνι.
"Ωραίος τρούλος, ε;" της είπα
"Ρε 'συ, θ' αρχίσω να βρίζω..." μου ψιθύρισε
"Δεν έχει νόημα..." της είπα. "Απ' τα καντήλια ζει..."
Ο παπάς καθόταν στο γραφείο του κι έβλεπε μια πρωινή εκπομπή σε μια μικρή τηλεορασούλα, όπου μια ηλικιωμένη κυρία με βαμμένα λευκά μαλλιά, μέηκ απ και πέντε χιλιάδες χρυσά βραχιόλια σε κάθε χέρι, του εξηγούσε πως να φτιάξει λαχανοντολμάδες.
Μπήκαμε μέσα στο μικρό δωμάτιο και κοιτάξαμε τον παπά.
"Για να φτιάξετε την μπεσαμέλ, θα χρειαστείτε βούτυρο, αλεύρι, γάλα, αλάτι και πιπέρι" είπε η κυρία στην τηλεόραση
"Γεια σας πάτερ!" είπε η πεθερά. "Θα μπορούσατε να μας διαβάσετε το μωρό;"
Ο παπάς γύρισε και μας κοίταξε.
"Τώρα;" μας είπε
"... ρίχνουμε το βουτυράκι στην κατσαρολίτσα μαζί με το αλεύρι..."
"Ραντεβού έχετε κλείσει;"
"Δεν έχουν κλείσει!" είπε ο καντηλανάφτης
"...το βάζουμε σε χαμηλή φωτιά..."
"Δεν έχετε κλείσει;" είπε ο παπάς
"Όχι..." είπε η Χριστίνα
"... και ανακατεύουμε μέχρι να κάνει φουσκάλες..."
"Εμ πως, χωρίς ραντεβού;" είπε ο παπάς
"Γίνεται;" είπε ο καντηλανάφτης
"...προσοχή να μην γίνει καφέ!"
Μείναμε να κοιτάμε τον παπά και ο παπάς να μας κοιτάει. Το μόνο που ακούγονταν ήταν η κυρία με τα βραχιόλια στην τηλεόραση...
"... προσθέτουμε το γάλα και ανακατεύουμε συνεχώς με τον αυγοδάρτη... έτσι... βλέπετε τι ωραία που γίνεται; ... δεν σταματάμε... ανακατεύουμε συνεχώς... "
Αναρωτιόμουνα εάν ο παπάς θα περίμενε να ολοκληρωθεί η συνταγή πριν αποφασίσει να μας διαβάσει το μωρό, όταν η πεθερά έκανε την μαγική κίνηση και άφησε με τρόπο δέκα ευρώ επάνω στο τραπέζι του. Ο παπάς έκανε πως δεν τα είδε αλλά έκλεισε βαριεστημένα την τηλεόραση και της είπε:
"Για τα εννιά;"
"Για τα σαράντα!" είπε η πεθερά. Ο παπάς έσμιξε τα φρύδια του και κοίταξε το μωρό.
"Για τα εννιά έχει γίνει;" ρώτησε
"Όχι, δεν νομίζω..." είπε η πεθερά και κοκκίνισε απ' την ντροπή. "Χριστίνα; Τα έχει κάνει τα εννιά;"
Η Χριστίνα γύρισε και με κοίταξε ερωτηματικά.
"Πες ναι..." της ψιθύρισα
"Ποια εννιά;" είπε η Χριστίνα
"Στις εννιά ημέρες, κοπέλα μου!" είπε ο παπάς λίγο άγρια. "Το έφερες το μωρό στις εννιά ημέρες;"
"Όχι..." είπε η Χριστίνα
"Γιατί;" είπε ο παπάς
"Δεν το ήξερα..." είπε η Χριστίνα. "Τι κάνουμε στις εννιά ημέρες;"
"Τι εννοείς;" είπε ο παπάς που όσο πήγαινε και φόρτωνε. "Στις εννιά ημέρες του δίνουμε το όνομα! Χωρίς όνομα το έχεις τόσο καιρό το παιδί;"
"Εεεε, όχι!" είπε η Χριστίνα. "Του έχουμε δώσει όνομα"
"Πως το δώσατε το όνομα; ΜΟΝΟΙ ΣΑΣ;;;" είπε ο παπάς
"Άιντέεεε..." μουρμούρισε απ' το βάθος ο καντηλανάφτης. "Ο καθ' ένας ό,τι θέλει κάνει..." είπε και βγήκε από το γραφείο.
"Δεν μου λες;" συνέχισε ο παπάς. "Στις είκοσι μέρες απ' τη γέννα, ήρθες;"
"Όχι..." είπε η Χριστίνα
"Και... πως κυκλοφορείς;;;" είπε ο παπάς
"Έχει ζυγές πινακίδες..." μουρμούρησα εγώ
"Συγνώμη, τι εννοείτε;" είπε η Χριστίνα
"Κοπέλα μου, στις είκοσι ημέρες έπρεπε να έρθεις να σε διαβάσω για να μπορείς να βγεις απ' το σπίτι! Πως κυκλοφορείς τόσο καιρό;" είπε ο παπάς φανερά εκνευρισμένος.
"Σωστά, σωστά!" συμφώνησα κι εγώ κι έσκυψα προς το μέρος της Χριστίνας. "Που πας χωρίς άδεια κυκλοφορίας;" της ψιθύρισα
"Αχ, είναι καινούργια μάνα και δεν ξέρει..." προσπάθησε την δικαιολογήσει η πεθερά
"Ναι, ναι... Τώρα διαβάζει τα σήματα..." μουρμούρισα εγώ
"Κοιτάξτε να δείτε, εγώ δεν ασχολούμαι με αυτά!" είπε η Χριστίνα εκνευρισμένη από τις συνεχόμενες παρατηρήσεις του παπά.
"Με ποια;" είπε ο παπάς και την κοίταξε καχύποπτα
"Εεεε, με τον Θεό και όλα αυτά..." εξήγησε η Χριστίνα που είχε πλέον εκνευριστεί αρκετά για να μην σκέφτεται πριν μιλήσει
"ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ;" γούρλωσε τα μάτια του ο παπάς. "Δηλαδή ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΕΙΣ;"
"Όχι, όχι! Πιστεύει!" επενέβη η πεθερά.
"Βασικά, όχι! Δεν πιστεύω!" είπε η Χριστίνα πεισμωμένη
"ΟΡΙΣΤΕ;;;" είπε ο παπάς
"Ω, Θεέ μου, σχώρα την!" είπε η πεθερά κι έκανε τον σταυρό της.
"Συγνώμη" μπήκα στην μέση εγώ. "Προσπαθείς να πείσεις τον παπά ότι δεν υπάρχει Θεός;" είπα στην Χριστίνα
"Ναι, γιατί;" είπε η Χριστίνα τσαντισμένη
"Τι γιατί ρε Χριστίνα; Και γιατί δεν πας να πείσεις την Παπαρήγα ότι δεν υπάρχει κομμουνισμός;"
"Είσαι ΚΑΙ κομουνίστρια;;;" είπε ο παπάς έξαλλος
"Εγώ;" είπε η Χριστίνα με απορία
"Όχι, όχι, δεν είναι!" προσπάθησε να σώσει την παρτίδα η πεθερά. "Πες Χριστίνα στον πάτερ ότι δεν είσαι κομουνίστρια!"
Η Χριστίνα γύρισε και κοίταξε μια τον παπά και μια την πεθερά. Θα ήταν ΤΟΣΟ απλό να έλεγε "όχι, δεν είμαι κομουνίστρια". Αν όχι για κάποιον άλλον λόγο, απλώς και μόνο επειδή ΔΕΝ είναι.
"Γιατί; Τι πρόβλημα θα υπήρχε άμα ήμουν κομουνίστρια;" είπε
Ο παπάς γούρλωσε τα μάτια του.
"Άθεη ΚΑΙ κομουνίστρια!" μουρμούρισε και κοίταξε την Χριστίνα. "Το χειρότερο είδος!" είπε με απέχθεια.
"ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΚΟΜΟΥΝΙΣΤΡΙΑ!!!" είπε η Χριστίνα
"ΟΡΙΣΤΕ!" είπε η πεθερά. "Δεν είναι κομουνίστρια! Πάμε τώρα να διαβάσουμε το μωρό, ε;" κατέληξε με συμβιβαστικό τόνο.
"Ναι, αλλά είναι ΆΘΕΗ!" σφύριξε ο παπάς
"ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ!" είπε η πεθερά
"ΕΙΜΑΙ!" είπε η Χριστίνα
"Και τότε, ΓΙΑΤΙ θες να σου διαβάσω το μωρό;;;" είπε ο παπάς
"Λογική ερώτηση..." είπα εγώ
"ΔΕΝ ΘΕΛΩ!!!" είπε η Χριστίνα
"ΔΕΝ ΘΕΛΕΙΣ;;;" είπε ο παπάς
"ΘΕΛΕΙ!!!" είπε η πεθερά
"ΌΧΙ!!!" είπε η Χριστίνα
"ΚΑΙ ΤΟΤΕ, ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΔΩ ΚΟΠΕΛΑ ΜΟΥ;;;" είπε ο παπάς φανερά εκνευρισμένος
"ΔΕΝ ΞΕΡΩ!!!" είπε η Χριστίνα το ίδιο εκνευρισμένη. "ΕΓΩ ΓΙΑ ΚΑΦΕ ΞΕΚΙΝΗΣΑ!!!"
"Για... ΚΑΦΕ;;;" είπε ο παπάς που είχε χάσει πλέον τελείως την μπάλα. "ΤΙ ΚΑΦΕ, ΚΟΠΕΛΑ ΜΟΥ;;;"
"Καπουτσίνο..." είπα εγώ
Εκείνη την ώρα μπήκε μέσα στο γραφείο φουριόζος ο καντηλανάφτης.
"Συγνώμη, δικό σας είναι αυτό το ανώμαλο σκυλί μπροστά στην εκκλησία;"
"Ω, ΘΕΕ ΜΟΥ!" είπε η πεθερά εξαντλημένη και ανασήκωσε τα τεράστια μάτια της στον ουρανό
"ΝΑΙ, ΓΙΑΤΙ, ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑ;" είπε η Χριστίνα που τώρα πια δεν την σταματούσε τίποτα.
"ΚΑΙ ΒΕΒΑΙΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑ, ΚΥΡΙΑ ΜΟΥ!!!" είπε ο καντηλανάφτης φοβερά εκνευρισμένος
"ΤΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑ;;;" είπε η Χριστίνα
"ΑΥΤΟ!!!" είπε ο καντηλανάφτης και τράβηξε την κουρτίνα απ' το παράθυρο. Μαζευτήκαμε όλοι και κοιτάξαμε έξω απ' το τζάμι. Εκεί, κάτω απ΄ τη σκιά του δέντρου, δεξιά στο βάθος, είδαμε τον Τόμπι να πηδάει με μανία κάτι πίσω απ' το δέντρο.
"Συγνώμη, δεν βλέπω..." είπε η Χριστίνα. "Τι είναι εκεί;"
"Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΠΑΝΑΓΙΑ!!!" άφησε μια κραυγή ο παπάς και βγήκε τρέχοντας από το γραφείο
Κοιταχτήκαμε όλοι αμήχανα και μετά ορμήσαμε πίσω του, έξω από την πόρτα του γραφείου, έξω από την εκκλησία, κάτω στα σκαλιά και τον προλάβαμε στο τσακ, καθώς προσπαθούσε να τραβήξει τον Τόμπι απ' το λουρί του.
"ΣΤΑΜΑΤΑ ΔΙΑΟΛΕ! ΣΤΑΜΑΤΑ!" φώναζε ο παπάς...
"ΜΙΣΟ ΛΕΠΤΟ! ΤΩΡΑ ΘΑ ΤΟΝ ΠΑΡΩ ΕΓΩ!!!" φώναζε η Χριστίνα...
"ΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!!!" φώναζε η Παναγιώτα...
"ΩΧ, ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ, ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ!!!" φώναζε η πεθερά...
"ΗΡΕΜΗΣΤΕ ΠΑΤΕΡ, ΗΡΕΜΗΣΤΕ!!!" φώναζε ο καντηλανάφτης...
"ΑΟΥΟΥΟΥΟΥΟΥΟΥΟΥΟΥΟΥ!!!" φώναζε και ο Τόμπι καθώς ερχόταν σε οργασμό
Ύστερα μια σιωπή έπεσε στην αυλή της εκκλησίας. Ακόμα και η Παναγιώτα ηρέμησε. Το μόνο που ακουγόταν ήταν κάτι πουλάκια που τιτιβίζανε επάνω στο δέντρο, καθώς ο Τόμπι μας κοίταγε όλους κουνώντας την ουρά του ευτυχισμένος.
Στο τέλος η πεθερά άνοιξε την τσάντα της, ψαχούλεψε λίγο, έβγαλε ένα χαρτομάντιλο και μου το έδωσε.
"Πάρε παιδί μου..." είπε με σβησμένη φωνή "και σύρε να σκουπίσεις τον τάφο του αγίου..."
Κάντε κλικ εδώ για τη συνέχεια...
Θανάσημος
Σάββατο, Οκτωβρίου 11, 2008
Γιατί δεν έκανα ανάρτηση χθες...
Δικαιολογίες: Μετακόμιζα. Αρρώστησα. Μάλωσα με την γυναίκα μου. Ένας φίλος χρειαζόταν επειγόντως βοήθεια. Χάλασε το κομπιούτερ. Δεν είχα έμπνευση. Έχασα όλα μου τα λεφτά στην οικονομική κρίση που μαστίζει την παγκόσμια οικονομία. Έσπασα το πόδι μου. Πήρε φωτιά το σπίτι. Έπρεπε να πάω μια οικογενειακή επίσκεψη. Μου κλέψανε το αυτοκίνητο. Χώρισα. Μου έπεσε μια γλάστρα στο κεφάλι. Με πήγανε αυτόφωρο. Ήρθαν στην πόλη κάτι φίλοι που είχα να δω χρόνια. Κλειδώθηκα έξω απ' το σπίτι. Κόπηκε το ρεύμα.
Ζητώ ταπεινά συγνώμη, αλλά όπως βλέπετε, δεν φταίω εγώ...
Αλήθεια: Πέρασα πέντε ώρες παίζοντας με τα χρώματα του ιστολογίου...
Η συνέχεια της πεθεράς θα αναρτηθεί την Δευτέρα. Καλό σαβατοκύριακο!
Θανάσημος
Πέμπτη, Οκτωβρίου 09, 2008
Η Πεθερά - 9ο Μέρος
Εν αρχή ήταν το πρώτο επεισόδιο της Γέννας. Κι από τότε, άρχισε το γκάστρωμα...
-------------------------------------------------------------------------------------------
Βγήκαμε όλοι μαζί από την πολυκατοικία και ξεκινήσαμε για την εκκλησία. Η πεθερά μπροστά, η Χριστίνα με το μωρό επ' ώμου, η θεία κι εγώ. Δεν προλάβαμε όμως να κάνουμε δύο βήματα όταν ακούσαμε ένα γρύλισμα απ' το μπαλκόνι, επάνω απ' τα κεφάλια μας. Η Χριστίνα κοκάλωσε στην θέση της.
"Αμάν! Ξεχάσαμε να πάρουμε τον Τόμπι!" είπε και με κοίταξε.
"Είναι ορθόδοξος ο Τόμπι;" είπα εγώ
"Ρε δεν μπορούμε να τον αφήσουμε μόνο στο σπίτι!" είπε η Χριστίνα. "Θα ξεσηκώσει όλη τη γειτονιά απ' το κλάμα!""
"Και τι; Θα πάρουμε τον σκύλο μαζί μας στην εκκλησία;" γούρλωσε τα μάτια της η πεθερά.
"Α, στην εκκλησία πάμε;" είπε η θεία.
"Θα τον αφήσουμε απ' έξω!" είπε η Χριστίνα
"ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ;;;" είπε η πεθερά
"Για κράτα λίγο! Έρχομαι σε ένα λεπτό!" είπε η Χριστίνα, μου έδωσε την Παναγιώτα κι εξαφανίστηκε πίσω στην πολυκατοικία. Η Παναγιώτα άνοιξε τα μάτια της και με κοίταξε παραξενεμένη. Μετά κοίταξε γύρω γύρω. Μετά με ξανακοίταξε.
"αααααααΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑ!!!!!!!!!!!!!!!!" είπε στο τέλος
Δύο λεπτά μετά επέστρεψε η Χριστίνα κρατώντας τον Τόμπι απ' το λουρί.
"Πάμε!" είπε
Ο Τόμπι χύθηκε σαν σίφουνας κουνώντας την ουρά του σαν τρελός και κοίταξε γύρω - γύρω με τη γλώσσα να κρέμεται έξω απ' το στόμα. Για μια στιγμή έδειξε να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο να αρχίσει να οσφραίνεται, να κατουρήσει, να χέσει ή να επιλέξει ένα από τα τόσα ωραία και ζουμερά πόδια που άξαφνα βρέθηκαν μπροστά του. Τόσες επιλογές!
Ήταν φανερό ότι ο Τόμπι ήταν αντιμέτωπος με ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της σύγχρονης καταναλωτικής μας κοινωνίας: ό,τι κι αν διαλέξεις, πάντα θα έχεις την αμφιβολία ότι θα μπορούσες να είχες διαλέξει κάτι καλύτερο. Κοίταξε μια αριστερά, μια δεξιά, σήκωσε για λίγο το δεξί του πόδι, κλαψούρισε, ξανακοίταξε δεξιά, αριστερά, ξανακλαψούρισε και στο τέλος έκανε ό,τι κάνει και κάθε άλλο αναποφάσιστο μέλος της σύγχρονης καταναλωτικής μας κοινωνίας: κάθισε κάτω κι άρχισε να γλύφει το πουλί του.
Η πεθερά τον κοίταξε υποτιμητικά.
"Ανώμαλε..." μουρμούρισε
CUT
Ερώτηση; Πως ονομάζεται ο άνθρωπος που λίγο πριν κάνει οικογένεια, πηγαίνει και αγοράζει ένα ολοκαίνουργιο μίνι κούπερ;
Απάντηση: Χριστίνα
Ερώτηση: Πως χωράνε σε ένα μίνι κούπερ μια λεχώνα, μια πεθερά, ένα νεογέννητο, μια θεία, ένας σκύλος και ένας νταγλαράς ύψους ένα και εννενήντα;
Απάντηση: Ρωτήστε την Χριστίνα
"Λοιπόν!" είπε η Χριστίνα. "Κατ' αρχήν, να βάλουμε το μωρό στην θέση του" και χώθηκε στο πίσω κάθισμα του μίνι για να τακτοποιήσει την Παναγιώτα στην ειδική της καρεκλίτσα που έπιανε το μισό πίσω κάθισμα.
"Ωραίααα..." είπε στο τέλος και κοίταξε τις υπόλοιπες τρεις θέσεις. "Λοιπόοοον..." είπε. "Είμαστε, εεεε, τέσσερις, σωστά;"
"Τέσσερις και ο Τόμπι..." είπα εγώ
"Ωραίαααα..." είπε η Χριστίνα. "Λοιπόν, να κάτσει η ... πεθερά μου μπροστά και, εεεε, εσείς οι δύο πίσω..." πρότεινε και έδειξε εμένα και την θεία.
"Πολύ ωραία!" είπε η πεθερά και κάθισε στην μπροστινή θέση.
Η θεία, ο Τόμπι κι εγώ μείναμε να κοιτάζουμε την Χριστίνα.
"Χριστίνα;" είπα τελικά. "Δεν χωράμε ρε 'συ..."
"ΠΩΣ ΔΕΝ ΧΩΡΑΜΕ!" είπε η Χριστίνα που από τότε που αγόρασε το μίνι κούπερ, έχει αφιερώσει όλη την ζωή της στο να πείσει τους άλλους ότι ΔΕΝ έκανε λάθος.
"Μα, πως θα γίνει;" είπα εγώ.
"Εεεε... δεν μπορείς να πάρεις την θεία μου, εεε, αγκαλιά;" μου είπε
"ΑΓΚΑΛΙΑ;;;" είπα εγώ.
Η Χριστίνα γύρισε στην θεία της.
"Θεία; Έχεις πρόβλημα να σε πάρει αγκαλιά;"
"Εγώ;" είπε η θεία. "Κανένα!" και άπλωσε τα χέρια της. "Έλα, έλα!" μου είπε και με αγκάλιασε.
"Για όνομα του Θεού!" είπα και την αγκάλιασα κι εγώ.
"Συγνώμη, ΤΙ κάνετε;" είπε η Χριστίνα ακριβώς τη στιγμή που ο Τόμπι αποφάσιζε να πάρει μέρος στις διαχύσεις, αγκαλιάζοντας με την σειρά του το πόδι μου κι αρχίζοντας να το πηδάει ευτυχισμένος.
"Χριστίνα" της είπα εγώ και την κοίταξα μέσα απ' την αγκαλιά της θείας. "Πραγματικά, αυτός ο καφές, ήταν η χειρότερη ιδέα που είχες από τότε που σε γνώρισα..."
Κάντε κλικ εδώ για τη συνέχεια...
Θανάσημος
Τετάρτη, Οκτωβρίου 08, 2008
Η Πεθερά - 8ο Μέρος
Πρόκειται για ένα διήγημα που ξεκίνησε σαν μια απλή ανάρτηση και εδώ και δύο μήνες δεν λέει να ολοκληρωθεί.... Κάποια στιγμή μάλιστα, έκανα και μια πολύ φιλότιμη προσπάθεια να το τελειώσω αλλά μόλις κοίταξα κάπου αλλού... ξαναξεκίνησε...
Καλή ανάγνωση!
-------------------------------------------------------------------------------------------
Ένα πρόβλημα με τις έγκυες γυναίκες είναι ότι ξυπνάνε κάνα - δυό μήνες μετά την γέννα και διαπιστώνουν ότι δεν θυμούνται πότε ήταν η τελευταία φορά που βγήκαν για βόλτα. Πρόκειται για ένα σύγχρονο πρόβλημα, μιας που όλους τους προηγούμενους αιώνες το θέμα ήταν λυμένο: οι γυναίκες δεν βγαίνανε ποτέ μόνες τους για βόλτα.
Πρέπει να ήταν κατά την διάρκεια μιας μάχης με τέρατα μέσα στο δωμάτιο ενός πύργου όταν η Χριστίνα ξαφνικά διαπίστωσε ότι θέλει να κάνει περίπατο.
"Πάμε!" μου είπε ξαφνικά.
"Ε;" είπα εγώ. "Που πάμε;"
"Πάμε για καφέ!" είπε
"Οι δυό μας;" είπα εγώ
"Να πάρουμε και το μωρό!" είπε ενθουσιασμένη η Χριστίνα.
"Πίνει καφέ το μωρό;"
"Ε λοιπόν, αυτό είναι!" είπε η Χριστίνα ενθουσιασμένη και εγκατέλειψε την μάχη. "Έχω μήνες να πάω για καφέ!"
Σηκώθηκε χαρούμενη και μέσα σε δέκα λεπτά ήταν έτοιμη στην πόρτα, με την Παναγιώτα επ' ώμου. Εάν υπάρχει κάτι που με δίδαξε η ζωή τόσα χρόνια, είναι πως εάν μια γυναίκα χρειαστεί μόνο δέκα λεπτά προετοιμασίας για να βγει έξω, τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά.
"Πάμε!" μου ξαναείπε ενθουσιασμένη
"Πάμε!" είπα κι εγώ και βγήκα στον διάδρομο
"Που πάτε;" ακούστηκε μια φωνή από πίσω μας. Γυρίσαμε και είδαμε την πεθερά
"Εεεε... μια βόλτα..." είπε η Χριστίνα .
Η πεθερά γούρλωσε τα μάτια της. "Βόλτα; ΜΕ ΤΟ ΜΩΡΟ;;;"
Η Χριστίνα σταμάτησε και την κοίταξε. "Ναι, γιατί;" είπε. "Δεν κάνει κρύο έξω...¨
"Μα... το έχεις διαβάσει το μωρό;" είπε η πεθερά παραξενεμένη.
Την κοιτάξαμε και οι δύο με μια τεράστια απορία στο πρόσωπο μας.
"Να το έχω... διαβάσει;;;" είπε η Χριστίνα.
"Διαβάζονται τα μωρά;" είπα εγώ
"Μα ΦΥΣΙΚΑ και διαβάζονται!" είπε η πεθερά εμφανώς αναστατωμένη. "Πρώτη φορά το ακούτε;"
Μια σιωπή έπεσε στον διάδρομο.
"Να σου πω;" είπα στην Χριστίνα. "Λες να έχεις γεννήσει μπεστ σέλερ;"
Η Χριστίνα με κοίταξε μπερδεμένη. Μετά γύρισε προς την πεθερά της. "Δηλαδή ΠΩΣ διαβάζονται;;;" ρώτησε με γνήσια απορία.
"Βρε κούκλα μου!" είπε η πεθερά. "Το μωρό πρέπει να το διαβάσει ο παπάς πριν βγει απ' το σπίτι! Δεν το ξέρεις;"
"Ο παπάς;;;" είπε η Χριστίνα που ξαφνικά κατάλαβε τι συζητούσε. "Ποιος παπάς;"
"Ο παπάς μπαστούνι;" πρότεινα εγώ
"Ο παπάς της γειτονιάς!" είπε η πεθερά
"Πρώτη φορά τ' ακούω αυτό!" είπε η Χριστίνα
"Εμ πως!" είπε η πεθερά. "Όλος ο κόσμος το ξέρει!"
"Ε, όχι και ΟΛΟΣ ο κόσμος!" είπε η Χριστίνα.
Η πεθερά κοίταξε συνοφρυωμένη για λίγο την Χριστίνα και μετά γύρισε προς την μεριά της θείας που μόλις είχε φανεί στο άνοιγμα του διαδρόμου και κατευθύνονταν προς την τουαλέτα.
"Δεν μου λες συμπεθέρα;" της είπε. "Το μωρό δεν πρέπει να το διαβάσει ο παπάς πριν βγει απ' το σπίτι;"
"Ναι, ναι..." είπε η θεία ευγενικά χωρίς να σταματήσει και πέρασε από μπροστά μας.
"Ορίστε!" είπε η πεθερά και μας κοίταξε θριαμβευτικά. "Ιδού η απόδειξη!"
"Η θεία είναι η απόδειξη;" είπε η Χριστίνα.
"Είναι θεωρημένη;" είπα εγώ
"Για όνομα του Θεού!" είπε η Χριστίνα και γύρισε προς την θεία της.
"Θεία; Το μωρό δεν χρειάζεται να το διαβάσει παπάς πριν βγει απ' το σπίτι, ε;"
Η θεία κοντοστάθηκε. "Ε; Ναι, ναι..." είπε ευγενικά και μπήκε στην τουαλέτα.
"Ορίστε!" είπε η Χριστίνα και άνοιξε την πόρτα για να βγούμε έξω.
"Μα... ΠΟΥ ΠΑΤΕ;;; Δεν μπορείτε!!!" έβαλε μια φωνή η πεθερά κι έβγαλε την ποδιά της από την μέση της. "Ελάτε! Θα το πάμε τώρα μαζί στον παπά να το διαβάσει, εντάξει;" προσπάθησε να συμβιβάσει τα πράγματα. "Δεν θα πάρει ούτε δύο λεπτά!"
"Μα ΓΙΑΤΙ να το διαβάσει ο παπάς; Δεν χρειάζεται!" είπε τσαντισμένη η Χριστίνα.
"Εμ πως δεν χρειάζεται βρε κούκλα μου;" είπε η πεθερά.
"Κοιτάξτε να δείτε..." είπε η Χριστίνα μαλακά. "Δεν χρειάζεται να πάμε το μωρό στον παπά γιατί εγώ ΔΕΝ πιστεύω...".
Απ' το βάθος ακούστηκε ένα καζανάκι.
Ύστερα μια βαριά σιωπή έπεσε στον διάδρομο καθώς η πεθερά φάνηκε να γέρασε ξαφνικά δέκα χρόνια.
"Παναγία μου!" ψιθύρισε στο τέλος. "Γιαχοβάδες!" κι έκανε τον σταυρό της τρεις φορές.
Είναι απορίας άξιο πως μια γυναίκα τόσο έξυπνη όσο η Χριστίνα μπορεί να κρίνει ότι η κατάλληλη στιγμή να αποκαλύψει στην πεθερά της ότι είναι άθεη είναι στον διάδρομο της πολυκατοικίας της, με το μωρό στον ώμο, την ώρα που ετοιμάζεται να πάει για καφέ.
Η πόρτα της τουαλέτας άνοιξε και βγήκε η θεία ευχαριστημένη.
Η πεθερά κάρφωσε τα τεράστια μάτια της στο πάτωμα. "Πως γίνεται να μην πιστεύεις;" ρώτησε γλυκά.
"Εγώ;" είπε η θεία απορημένη
"Δεν ξέρω..." είπε η Χριστίνα. "Δεν πιστεύω..."
"Μα ΓΙΑΤΙ;;;" είπε η πεθερά σπαραχτικά. "Θα πας στην κόλαση!"
"Εγώ;;;" ξαναείπε η θεία
"Κι εσύ και το μωρό!" είπε η πεθερά σπαραχτικά
"Δεν πειράζει! Ας πάμε!" είπε η Χριστίνα
"Α, ναι;" είπε η θεία ανήσυχη
"ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΟΥ! ΘΑ ΜΑΣ ΚΑΨΕΙ Ο ΘΕΟΣ!" φώναξε η πεθερά τρομοκρατημένη και ξεκίνησε να φοράει τα παπούτσια της.
"Εντάξει μην ανησυχείτε" δοκίμασα να παρέμβω. "Εμάς θα κάψει! Εσείς δεν κινδυνεύετε..."
"Εγώ;" είπε η θεία
Γύρισα και την κοίταξα. "Εσύ θεία σίγουρα δεν κινδυνεύεις..." είπα.
"Α! Είπα κι εγώ..." είπε η θεία ανακουφισμένη.
Εν τω μεταξύ, η πεθερά είχε βάλει τα παπούτσια της και είχε βγει έξω απ' το σπίτι.
"Πάμε!" είπε και έκανε μια κίνηση με το χέρι της.
"Που πάμε;" είπε η Χριστίνα
"Στην εκκλησία!" είπε η πεθερά και την κοίταξε φανερά ζορισμένη. "Σε παρακαλώ κόρη μου!" της είπε. "Καν' το για 'μενα! Την μάνα του Βασίλη!"
"Για όνομα του Θεού!" είπε η Χριστίνα και με κοίταξε απελπισμένη. Την κοίταξα κι εγώ.
"Πάμε ρε 'συ!" της είπα. "Τι χειρότερο μπορεί να συμβεί;"
"Συγνώμη, πάτε στην εκκλησία;" ακούστηκε η θεία από μέσα.
"Έλα συμπεθέρα, έλα κι εσύ!" είπε η πεθερά που έψαχνε εναγωνίως υποστήριξη. "Πάμε να διαβάσουμε το μωρό!"
"Να διαβάσουμε;" είπε η θεία κι έσμιξε τα φρύδια της. "Μισό λεπτό να πάρω τα γυαλιά μου..."
Κάντε κλικ εδώ για τη συνέχεια!
Θανάσημος
Δευτέρα, Οκτωβρίου 06, 2008
Η Πεθερά - 7ο Μέρος
Πριν μπεις τον κόπο να διαβάσεις αυτό
ξεκίνα καλύτερα απο εδώ
κι άμα σου φαίνεται πολύ μακριά
κόψε δρόμο απ' την πεθερά!
-----------------------------------------------------------------------------------
Επιστρέψαμε στο σπίτι της Χριστίνας το μεσημεράκι. Η εκδρομή μας στο δημόσιο δεν είχε αποφέρει καρπούς, πέρα από έναν απείρου κάλλους διάλογο κατά τον οποίο η Χριστίνα προσπαθούσε να εξηγήσει στην Διευθύντρια ότι το γεγονός πως το ταμείο έκανε λάθος και της κατέθετε χρήματα στον λογαριασμό της χωρίς να τα δικαιούται ΔΕΝ σημαίνει ότι η Χριστίνα είναι κλέφτρα.
Μπήκαμε στο σπίτι κουρασμένοι και μας καλωσόρισε μια υπέροχη μυρουδιά από φαγητό. Από την κουζίνα ακούγονταν ο απορροφητήρας να δουλεύει.
"Τουλάχιστον θα φάμε!" σκέφτηκα και έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Προχωρήσαμε προς το σαλόνι, μπήκαμε μέσα και πάθαμε σοκ! Τα πάντα είχαν έρθει άνω - κάτω: Η τραπεζαρία είχε πάει εκεί που ήταν ο καναπές. Ο καναπές είχε πάει εκεί που ήταν οι πολυθρόνες. Οι πολυθρόνες είχαν πάει εκεί που ήταν ο μπουφές. Ο μπουφές ΠΟΥ ΕΙΧΕ ΠΑΕΙ;;;
"Μαλάκα, τι έκανε η πεθερά σου;" ψιθύρισα και κοίταξα την Χριστίνα. Η οποία Χριστίνα είχε μείνει ακίνητη σαν άγαλμα και κοίταζε αποσβολωμένη το καινούργιο της σαλόνι.
"Α..." είπε.
"Ααα... Ααα..." ξαναδοκίμασε
"Αααααπίστευτο!" κατάφερε τελικά να ψιθυρίσει. "Άλλαξε θέση ΣΤΑ ΠΑΝΤΑ!!!" πρόσθεσε και με κοίταξε απελπισμένη.
"Το τζάκι είναι ακόμα στην θέση του..." είπα εγώ
Μου έριξε ένα παγωμένο βλέμμα και ετοιμάστηκε να πει κάτι όταν εμφανίστηκε η πεθερά στο άνοιγμα της πόρτας της κουζίνας. Φορούσε μια άσπρη ποδιά και κρατούσε μια ξύλινη κουτάλα στο χέρι.
"Βρε καλώς τα παιδιά!" είπε χαρούμενη. "Λοιπόν; Πως σας φαίνεται το σαλόνι; Δεν είναι ΠΟΛΥ καλύτερο;"
"Εεε..." είπε η Χριστίνα αμήχανα και προχώρησε αργά μέσα στο σαλόνι.
Σιγά! ΣΙΓΑ!!!" είπε αγχωμένη η πεθερά. "Μόλις σφουγγάρισα!"
Γυρίσαμε και οι δύο και την κοιτάξαμε απορημένοι.
"Μα... δεν είναι υγρά κάτω!" είπε η Χριστίνα.
"Ναι, αλλά φοράς τα παπούτσια σου!" είπε η πεθερά και συμπλήρωσε: "Κανονικά πρέπει να τα βγάζεις έξω απ' την εξώπορτα!"
"Ε;" είπε η Χριστίνα. Μετά με κοίταξε. Μετά ξανακοίταξε την πεθερά. "Ξέρετε, εμείς στο σπίτι μας δεν τα βγάζουμε τα παπούτσια..." της είπε στο τέλος.
"ΤΙ;;;" γούρλωσε τα μάτια της η πεθερά. "ΚΑΚΩΣ!" πρόσθεσε και κούνησε την κουτάλα στον αέρα σε ένδειξη αποδοκιμασίας. "Ξέρεις πόσα μικρόβια φέρνεις από έξω μέσα στο σπίτι; Ξέρεις; ΧΙΛΙΑΔΕΣ μικρόβια! Θα κολλήσει τίποτα και το μωρό και μετά θα το έχεις τύψεις!"
"Κοιτάξτε!" είπε η Χριστίνα λίγο εκνευρισμένη. "Εμένα οι γονείς μου φορούσανε ΠΑΝΤΑ τα παπούτσια τους μέσα στο σπίτι κι εγώ βγήκα ΜΙΑ ΧΑΡΑ!"
"Ε, εντάξει... σ' αυτό οι γνώμες διίστανται..." ψιθύρισα εγώ.
Η πεθερά έμεινε να κοιτάζει με οίκτο την Χριστίνα. Στο τέλος άνοιξε το στόμα της και είπε:
"Είχα μια κουμπάρα, την Βασιλικούλα..."
"ΜΠΙΙΙΙΙΙΙΙΠ... ΜΠΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΠ..." ακούστηκε εκείνη τη στιγμή το καμπανάκι της κουζίνας. Η πεθερά άφησε την Βασιλικούλα μετέωρη και γούρλωσε τα μάτια της.
"Αμάν! Το φαΐ!" είπε και έστρεψε την κουτάλα της προς την Χριστίνα. "Μισό λεπτό!" της είπε. "Θα επιστρέψω!" και χάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας.
Ταυτόχρονα, στην άλλη πόρτα του σαλονιού εμφανίστηκε η θεία. Πατούσε επάνω σε πανιά και έσερνε τα πόδια της στο πάτωμα. Γυρίσαμε και την κοιτάξαμε.
"Θεία, τι είναι ΑΥΤΑ;" είπε η Χριστίνα
"Ποια;" είπε με απορία η θεία και κοίταξε γύρω της.
"Τα πανιά στα πόδια σου!" είπε η Χριστίνα
"Α! Αυτά..." είπε η θεία. "Είναι για τα πράσινα ανθρωπάκια..."
"ΓΙΑ ΠΟΙΑ;;;" είπα εγώ
"Τα πράσινα ανθρωπάκια..." είπε η θεία ενθουσιασμένη. "Εσείς το ξέρατε ότι το σπίτι είναι γεμάτο πράσινα ανθρωπάκια; Μόνο με τα πανιά μπορούμε να τα πολεμήσουμε..."
"ΠΟΙΑ ΠΡΑΣΙΝΑ ΑΝΘΡΩΠΑΚΙΑ ΡΕ ΘΕΙΑ;;;" έβαλε τις φωνές η Χριστίνα. "Βλέπεις εσύ κανένα πράσινο ανθρωπάκι εδώ;"
Η θεία κοίταξε γύρω της προσεχτικά.
"Εεεε..." είπε στο τέλος αμήχανα. "Δεν φοράω και τα γυαλιά μου τώρα..."
"Για όνομα του Θεού..." ξεφύσηξε η Χριστίνα
"Είναι ΠΟΛΥ μικρά..." δικαιολογήθηκε η θεία. "Μου το είπε η συμπεθέρα!"
Εν τω μεταξύ, η Χριστίνα είχε παγώσει στην θέση της και είχε καρφώσει το βλέμμα της με φρίκη κάπου προς το κέντρο του σαλονιού.
"Χριστίνα;" είπα ανήσυχος. "Είσαι καλά;"
Η Χριστίνα ανοιγόκλεισε λίγο το στόμα της χωρίς να βγάλει ήχο. Στο τέλος, κατόρθωσε να πει:
"Τι είναι ΑΥΤΑ;;;"
"Ανθρωπάκια;" είπε η θεία χαρούμενη
Ακολούθησα το βλέμμα της Χριστίνας και είδα κάτι μακριά κομμάτια ύφασμα που βρισκόντουσαν απλωμένα επάνω στον καναπέ.
"Νομίζω ότι είναι κουρτίνες..." είπα
"ΤΙ ΚΟΥΡΤΙΝΕΣ;;;" είπε η Χριστίνα χωρίς να κουνηθεί ούτε εκατοστό απ' την θέση της. Την κοίταξα για λίγο.
"Μοβ..." είπα στο τέλος
Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε πάλι στο άνοιγμα της πόρτας η πεθερά.
"Λοιπόν, τι λέγαμε;" είπε και μας είδε να κοιτάμε τις κουρτίνες. "Α! Τις είδατε τις κουρτίνες;" πρόσθεσε και μας έδειξε προς την μεριά τους με την κουτάλα.
"Ναι, ναι!" είπα εγώ χαρούμενος
"Τις πήρα μοβ που είναι το αγαπημένο μου χρώμα!" είπε ενθουσιασμένη η πεθερά. "Δεν είναι ΠΟΛΥ ΓΛΥΚΙΕΣ;;;"
"ΠΟΛΥ γλυκιές!" υπερθεμάτισα εγώ. "Πάνε πολύ και με τους κόκκινους καναπέδες..."
"Συγνώμη..." είπε η Χριστίνα. "ΠΟΤΕ τις αγοράσατε τις κουρτίνες;"
"Όσο λείπατε!" είπε η πεθερά.
"Και το μωρό;" είπε η Χριστίνα. "Το πήρατε μαζί σας;"
"Α, όχι όχι!" γούρλωσε τα μάτια της η πεθερά. "Φυσικά και όχι!"
"...αλλά;" είπε η Χριστίνα με αξιοθαύμαστη ψυχραιμία
"Το άφησα εδώ, με την θεία σου!" είπε χαρούμενα η πεθερά.
"Α, ναι;" είπε η θεία από δίπλα.
"ΤΙ ΠΡΑΓΜΑ;;;" είπε η Χριστίνα και γούρλωσε τα μάτια της.
Εκείνη την στιγμή ξαναχτύπησε το καμπανάκι της κουζίνας.
Η πεθερά έσμιξε τα φρύδια της. "Τι έπαθε πάλι και χτυπάει;" είπε και ξαναχάθηκε πίσω απ' την πόρτα.
Μείναμε με την Χριστίνα να κοιτάμε σαν χαζοί το σαλόνι, τις κουρτίνες και τη θεία. Ξαφνικά η Χριστίνα ξύπνησε σαν από λήθαργο και έβαλε μια φωνή:
"ΑΥΤΟ ΗΤΑΝ!" είπε και πέταξε την τσάντα της κάτω. "ΘΑ ΤΗΝ ΠΝΙΞΩ!!!" πρόσθεσε και έκανε να πάει προς την κουζίνα.
"Χριστίνα ΤΙ ΠΑΣ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ!!!" είπα εγώ και την κράτησα απ' το χέρι.
"Άσε με!" μου είπε η Χριστίνα και προσπάθησε να ελευθερώσει το χέρι της. "Θα την στραγγαλίσω την κωλόγρια!!!"
"ΧΡΙΣΤΙΝΑ!!!" είπα και την τράβηξα προς το μέρος μου. "ΤΙ ΛΕΣ ΡΕ ΚΟΠΕΛΑ ΜΟΥ;;; Συγκεντρώσου!!! Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα!!!"
"ΓΙΑΤΙ;;;" είπε η Χριστίνα και με κοίταξε με μίσος
"Γιατί θα σε πιάσουν!" της είπα εγώ. "Δοκίμασε καλύτερα να την δηλητηριάσεις..." πρόσθεσα. Με κοίταξε για λίγο χωρίς να αντιδράσει. Στο τέλος, χαλάρωσε το χέρι της και χαμογέλασε. "Μαλάκα, δεν την αντέχω!" μου είπε παραπονεμένα.
"Υπομονή, μωρό μου..." της είπα γλυκά. "Περίμενε να μου τα πεις αυτά όταν θα τις κρεμάς!"
"ΤΙ θα κρεμάω;" είπε η Χριστίνα και μου έριξε ένα παγωμένο βλέμμα.
Της έδειξα προς το μέρος των κουρτινών με το κεφάλι μου.
"Εντάξει, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΟΜΩΣ, ΕΤΣΙ;" είπε άγρια η Χριστίνα. "Εάν είναι να κρεμάσω κάτι, αυτό θα είναι η πεθερά μου! Τίποτε άλλο!"
"Θα τις κρεμάσεις..." είπα εγώ και την κοίταξα γλυκά. "Το ξέρεις ότι θα τις κρεμάσεις..."
"ΤΟ ΦΑΙ ΕΙΝΑΙ ΕΤΟΙΜΟ!!!" ακούστηκε η πεθερά να φωνάζει τραγουδιστά απ' την κουζίνα. "ΕΛΑΤΕ ΠΡΙΝ ΚΡΥΩΣΕΙ!!!"
Κοιταχτήκαμε με την Χριστίνα και προχωρήσαμε προς την κουζίνα.
"Τι καλό ετοιμάσατε;" ρώτησα την πεθερά
"Σπανακόρυζο!" είπε εκείνη χαρούμενη
Η Χριστίνα κοκάλωσε στην θέση της.
"Τι έπαθες κούκλα μου;" την ρώτησε η πεθερά ανήσυχη.
"Δδδέν τρώω σπανάκι..." είπε η Χριστίνα
"Α... ΠΟΛΥ ΚΑΚΩΣ!!!" είπε η πεθερά και της έβαλε μια μεγάλη κουταλιά στο πιάτο. "Το σπανάκι είναι ΠΟΛΥ δυναμωτικό! Έχει και σίδερο!"
"Εεε... το ξέρω αλλά δεν μου αρέσει..." είπε η Χριστίνα
"Δεν πειράζει!" είπε η πεθερά χαρούμενα. "Θα το συνηθίσεις!"
"ΔΕΝ ΘΕΛΩ να το συνηθίσω!" είπε η Χριστίνα. "ΔΕΝ μου αρέσει!"
Η πεθερά σταμάτησε με την κουτάλα στο χέρι. "Σίγουρα;" της είπε
"Σίγουρα..." είπε η Χριστίνα
"Έχει ΠΟΛΥ σίδερο..." είπε η πεθερά
"Το ξέρω..." είπε η Χριστίνα. "Αλλά δεν μου αρέσει..."
"Ο σίδηρος είναι καλός για το αίμα..." είπε η πεθερά
"Το ξέρω..." είπε η Χριστίνα. "Αλλά δεν μου αρέσει το σπανάκι..."
"Μμμμ..." είπε η πεθερά. "Πότε έκανες εξέταση αίματος τελευταία φορά;" την ρώτησε
"Ορίστε;" είπε η Χριστίνα
"Μπορεί να έχεις χαμηλά επίπεδα σιδήρου..." είπε η πεθερά. "Καλύτερα να το φας να τα ανεβάσεις..." είπε και της έβαλε και δεύτερη κουταλιά στο πιάτο της.
"Δεν μπορώ να το φάω..." είπε η Χριστίνα. "Δεν τρώω σπανάκι..."
"Φάε τουλάχιστον λίγο!" είπε η πεθερά
"Δεν μπορώ..." είπε η Χριστίνα. "Δεν μου αρέσει το σπανάκι..."
"Πολύ καλά! ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ!" είπε η πεθερά τσαντισμένη. "Κάνε ό,τι θέλεις! Μεγάλη κοπέλα είσαι, αποφασίζεις μόνη σου!"
"ΟΚ..." είπε η Χριστίνα και πήγε προς το ψυγείο.
"Αν θες να κάνεις κακό στον εαυτό σου, δεν μπορώ να σε σταματήσω..." είπε η πεθερά
Η Χριστίνα δεν είπε τίποτα, αλλά άνοιξε το ψυγείο και έβγαλε δύο αυγά.
Η πεθερά έμεινε να την κοιτάζει.
"Τι κάνεις τώρα;" την ρώτησε
"Αυγά..." είπε η Χριστίνα
"Αυγά;" είπε η πεθερά
"Αυγά..." είπε η Χριστίνα
"Τα αυγά έχουν χοληστερίνη!" είπε η πεθερά. "Δεν θες να δοκιμάσεις λίγο σπανακόρυζο που έχει και σίδερο;"
Η Χριστίνα γύρισε και την κοίταξε. "Σας είπα! Δεν μου αρέσει το σπανάκι!" είπε
"ΚΑΚΩΣ!" είπε η πεθερά. "Είναι πολύ δυναμωτικό..." και έκατσε θυμωμένη στο τραπέζι. "Δύο ώρες το μαγείρευα..." είπε. "Και τώρα ποιος θα το φάει; Τι δηλαδή; Θα το πετάξουμε;"
"Μην ανησυχείτε! Θα το φάω εγώ" μπήκα στην μέση γιατί έβλεπα την καταιγίδα να πλησιάζει ακάθεκτη
"ΟΡΙΣΤΕ!" πετάχτηκε η πεθερά. "Κοίτα το παλικάρι! Μια χαρά το τρώει το σπανάκι! Έπαθε τίποτα; Ίσα - ίσα που έχει και σίδερο! Έλα, κάτσε να φας μια μπουκιά τουλάχιστον..."
"Λυπάμαι..." είπε η Χριστίνα. "Αλλά δεν μου αρέσει το σπανάκι"
"ΟΚ! ΟΚ!" είπε η πεθερά πολύ θυμωμένη. "Όπως θέλεις! Όπως θέλεις!" και ξεκίνησε να τρώει νευριασμένη απ' το πιάτο της.
Ακολούθησε μια στιγμή ησυχίας μέσα στην κουζίνα. Στο τέλος η θεία είπε:
"Εεεε... Χριστίνα; Μήπως μπορείς να μου κάνεις κι εμένα δύο αυγά;"
Η πεθερά ακούμπησε με θόρυβο το πιρούνι της στο πιάτο.
"ΓΙΑΤΙ;" είπε θυμωμένα. "Δεν σου αρέσει κι εσένα το σπανάκι;"
"Όχι, όχι!" είπε η θεία φοβισμένα. "Μου αρέσει!"
"Ε, τότε;" είπε η πεθερά
"Δεν μου αρέσει το σίδερο..." είπε η θεία.
Κάντε κλικ εδώ για τη συνέχεια...
Θανάσημος
Πέμπτη, Οκτωβρίου 02, 2008
Η Πεθερά - 6ο Μέρος
Καλή ανάγνωση!
-------------------------------------------------------------------------------------------
Η Ελλάδα είναι ένα πολύ όμορφο μέρος, αρκεί να μπορείς να αποφύγεις τους Έλληνες, τις τσιμεντοκατασκευές τους και το δημόσιο.
Η επαφή με τους Έλληνες είναι όπως η επαφή με τις αρκούδες: Φίφτι φίφτι. Παίζει να σε αγνοήσουν αλλά παίζει και να σου επιτεθούν. Δεν έχει γιατί. Γιατί έτσι.
Η επαφή με τα τσιμεντόσπιτα είναι όπως η επαφή με την μοντέρνα τέχνη: Αδυνατείς να καταλάβεις γιατί κάποιος θα πλήρωνε για να αποκτήσει αυτό το πράγμα.
Η επαφή με τον δημόσιο τομέα από την άλλη μεριά, είναι όπως η επαφή με την εκκλησία: Όπως ο παπάς κάθεται μέσα στο ιερό και περιμένει να πας να ρίξεις κάτι υπέρ ανεγέρσεως του ναού για να σε ευλογήσει, έτσι και ο δημόσιος υπάλληλος σε περιμένει μέσα στο γραφείο, να πας να ρίξεις κάτι υπέρ ανεγέρσεως του εξοχικού, για να σε εξυπηρετήσει.
Η Χριστίνα είχε κάνει χατ τρικ: Ήταν Ελληνίδα, ζούσε σε ένα τσιμεντοδιαμέρισμα και πρόσφατα είχε μπλέξει και με το δημόσιο...
Μας το είπε το προηγούμενο βράδυ, όταν καθόμασταν όλοι μαζί στην κουζίνα, η πεθερά, η θεία, η Χριστίνα κι εγώ και συζητάγαμε το αυριανό μας πρόγραμμα...
"Όταν πέθανε η μάνα μου, πήγα και έκανα όλα τα χαρτιά που έπρεπε" μας είπε. "Πήγα λοιπόν και στο ασφαλιστικό της ταμείο και δήλωσα τον θάνατο της, για να σταματήσει η σύνταξη της. Ξέχασα όμως να πάω να κλείσω τον λογαριασμό στην τράπεζα που έμπαινε η σύνταξη. Περίπου ένα χρόνο μετά λοιπόν, πάω στην τράπεζα να κλείσω τον λογαριασμό και βρίσκω μέσα μερικές χιλιάδες ευρώ!"
"Μάλιστα..." είπα εγώ.
"Με το που βλέπω λοιπόν τα λεφτά, παίρνω τηλέφωνο στο ταμείο για να τους ρωτήσω τι συμβαίνει... και μου λένε ότι αυτό δεν είναι καθόλου φυσιολογικό..."
"Ποιο;" είπα εγώ. "Ότι πήρες τηλέφωνο;"
"Όχι ρε βλάκα! Ότι είχανε μπει λεφτά! Μου είπαν λοιπόν ότι αυτό συμβαίνει γιατί δεν έχω δηλώσει τον θάνατο της μητέρας μου. Τους λέω ότι τον έχω δηλώσει. Μου λένε ότι δεν τον έχω δηλώσει. Τους λέω ότι τον έχω δηλώσει. Μου λένε ότι δεν τον έχω δηλώσει. Τους λέω ότι ΤΟΝ ΕΧΩ ΔΗΛΩΣΕΙ. Μου λένε ότι ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΧΩ ΔΗΛΩΣΕΙ. Τελικά τους ρωτάω τι πρέπει να κάνω και μου λένε ότι πρέπει να τον δηλώσω..."
"Και; Τον δήλωσες;" ρώτησα
"ΜΑ ΤΟΝ ΕΙΧΑ ΔΗΛΩΣΕΙ!" έβαλε τις φωνές η Χριστίνα. "Έψαξα λοιπόν και βρήκα το χαρτί με τον αριθμό πρωτοκόλλου της δήλωσης μου και αύριο θα πάω στο ταμείο να τους ζητήσω την αίτηση μου χωρίς να τους πω τι την θέλω και μόλις μου την δώσουν, θα τους την τρίψω στην μούρη..."
"Πολύ ωραία..." της είπα. "Να πας και να μας πεις τι έγινε..."
"Δεν χρειάζεται!" είπε η Χριστίνα. "Θα πάμε μαζί!"
"Γιατί;;;" είπα εγώ
"Γιατί χρειάζομαι συμπαράσταση..." μου είπε η Χριστίνα και μου χαμογέλασε γλυκά.
"Ανάθεμα την ώρα που σε γνώρισα..." είπα κι εγώ και της χαμογέλασα επίσης.
CUT
Πρέπει να ήμουνα στο Παρίσι. Ή μήπως στην Βιέννη;
Μου ήταν ασαφές.
Τριγύρω μου, περνούσανε άμαξες. Τύποι με ημίψηλα και μονόκλ συνοδεύανε κυρίες με φορέματα και ομπρέλες. Ένας πιτσιρίκος πουλούσε εφημερίδες στη γωνία του δρόμου.
Πιτσιρίκος.
Είχα τον Γιαννάκη στα χέρια μου και του έσφιγγα τον λαιμό. Τον έσφιγγα. Τον έσφιγγα. Ξαφνικά, η πεθερά δίπλα μου έβαλε μια φωνή. Γύρισα και την κοίταξα. Η πεθερά! Παράτησα τον Γιαννάκη κι έπιασα την πεθερά. Τώρα έπνιγα την πεθερά. Ήταν τόσο ωραία. Αυτή μου φώναζε κι εγώ την έπνιγα. Εγώ την έπνιγα κι αυτή μου φώναζε: "Ξύπνα γιόκα μου. Ξύπνα!" έλεγε. "Εξήμισι η ώρα! Ώρα να σηκωθείς! Πρέπει να πας στο ταμείο!"
Ταμείο.
Τώρα βρισκόμασταν σε ένα μπακάλικο. Την έπνιγα σε ένα μπακάλικο. Επάνω στον πάγκο. Εγώ την έπνιγα κι εκείνη χτυπούσε τα πλήκτρα στο ταμείο.
"Ξύπνα πουλάκι μου, ξύπνα! Θα αργήσεις!"
Άνοιξα τα μάτια μου κι έτσι όπως ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, είδα την πεθερά από πάνω μου, σαν τον Χάρο.
"εεεεεεεεεΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ" έβαλα μια φωνή. "Γιατί με ξυπνάτε πρωί - πρωί;;;"
"Τι πρωί βρε παιδί μου; Εξήμισι είναι! Άντε, έχετε δουλειά να κάνετε..." μου είπε και βγήκε χαρούμενη απ' το δωμάτιο. "Πάω να σας φτιάξω πρωινό!"
Στην πόρτα εμφανίστηκε η Χριστίνα. Ήταν αναμαλλιασμένη, με πρησμένα μάτια και έμοιαζε με φάντασμα.
"Σε ξύπνησε κι εσένα;" μου είπε
"Όχι" της είπα. "Βλέπω εφιάλτη..."
Στο τραπέζι της κουζίνας μας περίμενε ένα πλήρες πρωινό με φρυγανιές αλίμενες με βούτυρο και μαρμελάδα, πορτοκαλάδα, ένα αυγό βραστό και ένα ποτήρι ζεστό γάλα με χέμο.
Χέμο;;;
Είχα να πιω χέμο από τότε που πήγαινα σχολείο. Ήταν η εποχή που η μάνα μου, μου το τάιζε το πρωί με το ζόρι: Ζεστό γάλα, με μέλι και μια κουταλιά σοκολατούχο διάλυμα χέμο.
Κάθε πρωί.
Αυτός ο πρωινός καταναγκασμός μου έχει αφήσει τα εξής κουσούρια:
α) συχαίνομαι το ζεστό γάλα και ΙΔΙΩΣ την πέτσα που δημιουργείται στην κορυφή του.
β) το μέλι μου πρήζει τον οισοφάγο. Ας σημειωθεί εδώ ότι ΟΛΟΙ οι γιατροί που με εξέτασαν από τότε, δεν μου έχουν βρει ΚΑΜΙΑ αλλεργία στο μέλι. Παρ' όλα αυτά, εμένα ο οισοφάγος μου συνεχίζει και πρήζεται κανονικότατα.
γ) κάθε φορά που θυμάμαι το χέμο, μου έρχεται αναγούλα.
Νομίζω ότι η πρώτη επανάσταση της ζωής μου ήταν όταν τελικά κατάφερα να ορθώσω το ανάστημα μου και να βροντοφωνάξω: ΔΕΝ ΘΑ ΞΑΝΑΠΙΩ ΠΟΤΕ ΧΕΜΟ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ!!!
"Να πιείτε και το γάλα σας!" είπε η πεθερά καθώς καθόμασταν στο τραπέζι. "Του έβαλα και χέμο!"
"Χέμο;;;" είπα εγώ που ξαφνικά ένοιωσα να ξυπνάω. "Καλά, έχεις χέμο;" είπα στην Χριστίνα
"Ε; Τι είναι το χέμο;" είπε η Χριστίνα.
"Δεν έχει!" είπε η πεθερά. "Έψαξα! Τελικά, έβαλα απ' το δικό μου!"
"Από το δικό σας;" είπα εγώ
"Συγνώμη, τι είναι το χέμο;" είπε η Χριστίνα
"Από αυτό που έφερα μαζί μου!" είπε χαρούμενα η πεθερά. "Έχω πολύ στο σπίτι γιατί έδινα του Βασίλη όταν ήταν μικρός! Είναι ΠΟΛΥ δυναμωτικό! Έβαλα και μέλι!" κατέληξε.
"Για όνομα του Θεού, πρωί - πρωί!" είπα και σηκώθηκα απ' το τραπέζι.
"Μα... ΤΙ είναι το χέμο;" είπε η Χριστίνα
"Που πας;" μου φώναξε η πεθερά από πίσω, καθώς έβγαινα απ' την κουζίνα.
"Να προλάβω το σχολικό!" είπα και μπήκα στο δωμάτιο μου.
Μισή ώρα μετά, ήμασταν με την Χριστίνα μέσα στο αυτοκίνητο και οδηγούσα προς το ασφαλιστικό ταμείο...
Φτάσαμε στην είσοδο ενός τσιμεντένιου κτηρίου και ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο. Μια μεγάλη χρυσή ταμπέλα με μαύρα γράμματα μας ενημέρωνε: "Αρχείο". Η Χριστίνα, έβγαλε από την τσέπη της το χαρτί με τον αριθμό πρωτοκόλλου, έσπρωξε την πόρτα και μπήκαμε μέσα. Ακριβώς απέναντι μας ήταν ένας πάγκος. Πίσω από τον πάγκο ήταν μια υπάλληλος που έτρωγε κρακεράκια. Μπροστά στην υπάλληλο ήταν η οθόνη ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. Επάνω στον υπολογιστή ήταν ένα σεμεδάκι, που κάλυπτε την μισή οθόνη. Περιττό να πω ότι ο υπολογιστής ήταν σβηστός.
Προχωρήσαμε προς τον πάγκο και η Χριστίνα ανέλαβε δράση:
"Γεια σας!" είπε. "Θα ήθελα ένα αντίγραφο από αυτή την αίτηση, παρακαλώ!" και έδωσε στην υπάλληλο το χαρτί με τον αριθμό πρωτοκόλλου. Η υπάλληλος πήρε κουρασμένα το χαρτί και το κοίταξε. Το κρακεράκι έμεινε μετέωρο, είκοσι εκατοστά απ' το στόμα της. Μετά γούρλωσε τα μάτια της. Μετά κοίταξε την Χριστίνα. Μετά κοίταξε το χαρτί. Μετά ξανακοίταξε την Χριστίνα.
"Μισό λεπτό!" της είπε, πήρε το χαρτί, το κρακεράκι της και έφυγε.
Ακολούθησε μια παύση.
"Τι έπαθε ρε μαλάκα;" μου είπε η Χριστίνα
"Μπορεί να μην ξέρει ανάγνωση..." είπα εγώ
Στο βάθος η υπάλληλος συνομιλούσε με μια άλλη συνάδελφο της και μας έδειχνε. Η συνάδελφος κοιτούσε μια εμάς, μια το χαρτί και μια το κρακεράκι.
"Να σου πω;" είπα στην Χριστίνα. "Μήπως σε αναγνώρισαν;"
"Μα, πως;" μου είπε. "Από το τηλέφωνο είχαμε μιλήσει..."
Επάνω στην ώρα, έρχεται να μας βρει η υπάλληλος, μαζί με την συνάδελφο της που φαίνεται να έχει αναλάβει πλέον την κατάσταση:
"Γεια σας!" μας λέει. "Τι θέλετε;"
"Εεεε... θέλουμε ένα αντίγραφο αυτής της αίτησης, παρακαλώ" λέει η Χριστίνα δείχνοντας το χαρτί με τον αριθμό πρωτοκόλλου στα χέρια της συναδέλφου.
"Μμμμ..." λέει η συνάδελφος και κοιτάει το χαρτί. Ύστερα γυρίζει προς το βάθος και φωνάζει:
"Ρούλα! Για έλα λίγο εδώ!"
Από το βάθος του δωματίου, σηκώνεται η Ρούλα και μια κούπα καφέ και μας πλησιάζει με αργά βήματα. Ήμαστε πλέον δύο εναντίον τριών και αρχίζω να ανησυχώ.
"Τι θες;" λέει η Ρούλα στην συνάδελφο της και μας ρίχνει ένα εχθρικό βλέμμα.
"Δες λίγο εδώ..." λέει η συνάδελφος. Η Ρούλα παίρνει το χαρτί απ' τα χέρια της συναδέλφου και το κοιτάει. Η κούπα μένει μετέωρη δέκα εκατοστά απ' τα χείλη της. Μετά γουρλώνει τα μάτια της. "Τι είναι ΑΥΤΟ;" λέει
"Είναι των κυρίων..." λέει η πρώτη υπάλληλος και μας δείχνει με το κεφάλι της. Η Ρούλα γυρίζει προς το μέρος μας:
"Τι θέλετε;" μας λέει
"Θέλουμε ένα αντίγραφο αυτής της αίτησης, παρακαλώ!" λέει η Χριστίνα η οποία έχει αρχίσει να τα παίρνει στο κρανίο.
Ακολουθεί μια παύση κατά την οποία οι τρεις υπάλληλοι κοιτάζονται μεταξύ τους. Στο τέλος η Ρούλα λέει: "Πάω να φωνάξω την Διευθύντρια!" και φεύγει.
"Συγνώμη!" αποφασίζει να παρέμβει η Χριστίνα. "Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;"
Οι δύο υπάλληλοι που μείνανε πίσω κοιτάζονται. "Εεεε... ξέρετε..." λέει η μια υπάλληλος (αυτή χωρίς κρακεράκι) "...δεν την έχουμε αυτή την αίτηση!"
"Μα... πως γίνεται αυτό;" απόρησε η Χριστίνα
"Τι να σας πω..." είπε η υπάλληλος
"Συγνώμη" παρενέβην εγώ. "Ούτε που ψάξατε. Πως ξέρετε ότι δεν την έχετε;" ρώτησα
"Το ξέρω..." είπε η υπάλληλος
"Μα πως το ξέρετε κυρία μου;" εξερράγη η Χριστίνα. "Ποια είστε; Η δομή;"
"Μην φωνάζετε παρακαλώ!" είπε η υπάλληλος. "Το ξέρω γιατί δεν έχουμε ΚΑΜΙΑ αίτηση πριν το 2008!"
Ακολούθησε μια παύση.
"Ε;" είπε η Χριστίνα.
"Συγνώμη" είπα εγώ. "Εδώ δεν είναι το αρχείο;"
"Μάλιστα" είπε η υπάλληλος, "αλλά δεν έχουμε καμία αίτηση πριν το 2008"
"Μα τότε... ΠΟΥ είναι αυτές οι αιτήσεις;" ρώτησε η Χριστίνα
"Πουθενά" είπε η υπάλληλος και ανασήκωσε τους ώμους της. "Λυπάμαι..."
"Μα, ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΥΤΟ ΚΥΡΙΑ ΜΟΥ;;;" έβαλε τις φωνές η Χριστίνα. "Τι τις κάνατε τις αιτήσεις; Τις πετάξατε;"
"Όχι φυσικά!" είπε η υπάλληλος παρεξηγημένη.
"Αλλά;;;"
"... τις μετακομίσαμε..."
"... τις... ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΑΤΕ;;;" είπα εγώ
"Μάλιστα..." είπε η υπάλληλος
"ΠΟΥ;" είπε η Χριστίνα
"Εεεε, εδώ είναι το θέμα!" είπε η υπάλληλος. "Χάθηκαν στην μετακόμιση!"
"Συγνώμη;" είπε η Χριστίνα. "ΠΟΙΑ μετακόμιση;"
"Εεεε... του αρχείου..."
"Με συγχωρείτε, δεσποινίς" είπα εγώ που δεν πίστευα στ' αυτιά μου. "Αλλά εάν κατάλαβα καλά, στην μετακόμιση του αρχείου, χάσατε το αρχείο;"
"..." είπε η υπάλληλος
"ΌΛΟ;;;" είπα εγώ
"..." είπε η υπάλληλος
"Μα τότε... ΤΙ ΑΚΡΙΒΩΣ μετακομίσατε;" είπε η Χριστίνα
Πάνω στην ώρα κατέφθασε και η διευθύντρια
"Παρακαλώ, τι θέλετε;" μας είπε
"Εσείς πια είστε;" είπε η Χριστίνα
"Η διευθύντρια του αρχείου" είπε εκείνη
"Του μελλοντικού;" είπα εγώ
"Συγνώμη;" είπε η διευθύντρια
"Ποιου αρχείου, κυρία μου; Εδώ μου λένε ότι το έχετε χάσει όλο το αρχείο! Τι ακριβώς διευθύνετε; Τα ράφια;" είπε η Χριστίνα που τώρα πλέον δεν την σταματούσε τίποτα.
"Σας παρακαλώ κυρία μου! Μην φωνάζετε! Εσείς ΤΙ ακριβώς θέλετε;" είπε η διευθύντρια με την σιγουριά του ανθρώπου που έχει χάσει ένα αρχείο ογδόντα ετών και βρίσκεται ακόμα στη θέση της.
"Θέλω την αίτηση που είχα κάνει το 2006, για να σας αποδείξω ότι έχετε κάνει λάθος!" είπε η Χριστίνα
Ακολούθησε μια παύση.
"Λυπάμαι..." είπε στο τέλος η διευθύντρια, "αλλά αυτό δεν θα καταφέρετε να το αποδείξετε ποτέ..."
Κάντε κλικ εδώ για τη συνέχεια!
Θανάσημος
Υ.Γ. Συγνώμη για τις καθυστερήσεις, αλλά αυτόν τον καιρό ΜΕΤΑΚΟΜΙΖΩ!!! Μου έχει βγει η Παναγία...