Όλα ξεκίνησαν από την
Γέννα... Και επάνω που νομίζαμε ότι τελειώσαμε, ήρθε η
Πεθερά... Τώρα είμαστε στο έκτο μέρος κι ακόμα να ξεμπερδέψουμε...
Καλή ανάγνωση!
-------------------------------------------------------------------------------------------
Η Ελλάδα είναι ένα πολύ όμορφο μέρος, αρκεί να μπορείς να αποφύγεις τους Έλληνες, τις τσιμεντοκατασκευές τους και το δημόσιο.
Η επαφή με τους Έλληνες είναι όπως η επαφή με τις αρκούδες: Φίφτι φίφτι. Παίζει να σε αγνοήσουν αλλά παίζει και να σου επιτεθούν. Δεν έχει γιατί. Γιατί έτσι.
Η επαφή με τα τσιμεντόσπιτα είναι όπως η επαφή με την μοντέρνα τέχνη: Αδυνατείς να καταλάβεις γιατί κάποιος θα πλήρωνε για να αποκτήσει αυτό το πράγμα.
Η επαφή με τον δημόσιο τομέα από την άλλη μεριά, είναι όπως η επαφή με την εκκλησία: Όπως ο παπάς κάθεται μέσα στο ιερό και περιμένει να πας να ρίξεις κάτι υπέρ ανεγέρσεως του ναού για να σε ευλογήσει, έτσι και ο δημόσιος υπάλληλος σε περιμένει μέσα στο γραφείο, να πας να ρίξεις κάτι υπέρ ανεγέρσεως του εξοχικού, για να σε εξυπηρετήσει.
Η Χριστίνα είχε κάνει χατ τρικ: Ήταν Ελληνίδα, ζούσε σε ένα τσιμεντοδιαμέρισμα και πρόσφατα είχε μπλέξει και με το δημόσιο...
Μας το είπε το προηγούμενο βράδυ, όταν καθόμασταν όλοι μαζί στην κουζίνα, η πεθερά, η θεία, η Χριστίνα κι εγώ και συζητάγαμε το αυριανό μας πρόγραμμα...
"Όταν πέθανε η μάνα μου, πήγα και έκανα όλα τα χαρτιά που έπρεπε" μας είπε. "Πήγα λοιπόν και στο ασφαλιστικό της ταμείο και δήλωσα τον θάνατο της, για να σταματήσει η σύνταξη της. Ξέχασα όμως να πάω να κλείσω τον λογαριασμό στην τράπεζα που έμπαινε η σύνταξη. Περίπου ένα χρόνο μετά λοιπόν, πάω στην τράπεζα να κλείσω τον λογαριασμό και βρίσκω μέσα μερικές χιλιάδες ευρώ!"
"Μάλιστα..." είπα εγώ.
"Με το που βλέπω λοιπόν τα λεφτά, παίρνω τηλέφωνο στο ταμείο για να τους ρωτήσω τι συμβαίνει... και μου λένε ότι αυτό δεν είναι καθόλου φυσιολογικό..."
"Ποιο;" είπα εγώ. "Ότι πήρες τηλέφωνο;"
"Όχι ρε βλάκα! Ότι είχανε μπει λεφτά! Μου είπαν λοιπόν ότι αυτό συμβαίνει γιατί δεν έχω δηλώσει τον θάνατο της μητέρας μου. Τους λέω ότι τον έχω δηλώσει. Μου λένε ότι δεν τον έχω δηλώσει. Τους λέω ότι τον έχω δηλώσει. Μου λένε ότι δεν τον έχω δηλώσει. Τους λέω ότι ΤΟΝ ΕΧΩ ΔΗΛΩΣΕΙ. Μου λένε ότι ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΧΩ ΔΗΛΩΣΕΙ. Τελικά τους ρωτάω τι πρέπει να κάνω και μου λένε ότι πρέπει να τον δηλώσω..."
"Και; Τον δήλωσες;" ρώτησα
"ΜΑ ΤΟΝ ΕΙΧΑ ΔΗΛΩΣΕΙ!" έβαλε τις φωνές η Χριστίνα. "Έψαξα λοιπόν και βρήκα το χαρτί με τον αριθμό πρωτοκόλλου της δήλωσης μου και αύριο θα πάω στο ταμείο να τους ζητήσω την αίτηση μου χωρίς να τους πω τι την θέλω και μόλις μου την δώσουν, θα τους την τρίψω στην μούρη..."
"Πολύ ωραία..." της είπα. "Να πας και να μας πεις τι έγινε..."
"Δεν χρειάζεται!" είπε η Χριστίνα. "Θα πάμε μαζί!"
"Γιατί;;;" είπα εγώ
"Γιατί χρειάζομαι συμπαράσταση..." μου είπε η Χριστίνα και μου χαμογέλασε γλυκά.
"Ανάθεμα την ώρα που σε γνώρισα..." είπα κι εγώ και της χαμογέλασα επίσης.
CUT
Πρέπει να ήμουνα στο Παρίσι. Ή μήπως στην Βιέννη;
Μου ήταν ασαφές.
Τριγύρω μου, περνούσανε άμαξες. Τύποι με ημίψηλα και μονόκλ συνοδεύανε κυρίες με φορέματα και ομπρέλες. Ένας πιτσιρίκος πουλούσε εφημερίδες στη γωνία του δρόμου.
Πιτσιρίκος.
Είχα τον Γιαννάκη στα χέρια μου και του έσφιγγα τον λαιμό. Τον έσφιγγα. Τον έσφιγγα. Ξαφνικά, η πεθερά δίπλα μου έβαλε μια φωνή. Γύρισα και την κοίταξα. Η πεθερά! Παράτησα τον Γιαννάκη κι έπιασα την πεθερά. Τώρα έπνιγα την πεθερά. Ήταν τόσο ωραία. Αυτή μου φώναζε κι εγώ την έπνιγα. Εγώ την έπνιγα κι αυτή μου φώναζε: "Ξύπνα γιόκα μου. Ξύπνα!" έλεγε. "Εξήμισι η ώρα! Ώρα να σηκωθείς! Πρέπει να πας στο ταμείο!"
Ταμείο.
Τώρα βρισκόμασταν σε ένα μπακάλικο. Την έπνιγα σε ένα μπακάλικο. Επάνω στον πάγκο. Εγώ την έπνιγα κι εκείνη χτυπούσε τα πλήκτρα στο ταμείο.
"Ξύπνα πουλάκι μου, ξύπνα! Θα αργήσεις!"
Άνοιξα τα μάτια μου κι έτσι όπως ήμουν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, είδα την πεθερά από πάνω μου, σαν τον Χάρο.
"εεεεεεεεεΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕΕ" έβαλα μια φωνή. "Γιατί με ξυπνάτε πρωί - πρωί;;;"
"Τι πρωί βρε παιδί μου; Εξήμισι είναι! Άντε, έχετε δουλειά να κάνετε..." μου είπε και βγήκε χαρούμενη απ' το δωμάτιο. "Πάω να σας φτιάξω πρωινό!"
Στην πόρτα εμφανίστηκε η Χριστίνα. Ήταν αναμαλλιασμένη, με πρησμένα μάτια και έμοιαζε με φάντασμα.
"Σε ξύπνησε κι εσένα;" μου είπε
"Όχι" της είπα. "Βλέπω εφιάλτη..."
Στο τραπέζι της κουζίνας μας περίμενε ένα πλήρες πρωινό με φρυγανιές αλίμενες με βούτυρο και μαρμελάδα, πορτοκαλάδα, ένα αυγό βραστό και ένα ποτήρι ζεστό γάλα με χέμο.
Χέμο;;;
Είχα να πιω χέμο από τότε που πήγαινα σχολείο. Ήταν η εποχή που η μάνα μου, μου το τάιζε το πρωί με το ζόρι: Ζεστό γάλα, με μέλι και μια κουταλιά σοκολατούχο διάλυμα χέμο.
Κάθε πρωί.
Αυτός ο πρωινός καταναγκασμός μου έχει αφήσει τα εξής κουσούρια:
α) συχαίνομαι το ζεστό γάλα και ΙΔΙΩΣ την πέτσα που δημιουργείται στην κορυφή του.
β) το μέλι μου πρήζει τον οισοφάγο. Ας σημειωθεί εδώ ότι ΟΛΟΙ οι γιατροί που με εξέτασαν από τότε, δεν μου έχουν βρει ΚΑΜΙΑ αλλεργία στο μέλι. Παρ' όλα αυτά, εμένα ο οισοφάγος μου συνεχίζει και πρήζεται κανονικότατα.
γ) κάθε φορά που θυμάμαι το χέμο, μου έρχεται αναγούλα.
Νομίζω ότι η πρώτη επανάσταση της ζωής μου ήταν όταν τελικά κατάφερα να ορθώσω το ανάστημα μου και να βροντοφωνάξω: ΔΕΝ ΘΑ ΞΑΝΑΠΙΩ ΠΟΤΕ ΧΕΜΟ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ!!!
"Να πιείτε και το γάλα σας!" είπε η πεθερά καθώς καθόμασταν στο τραπέζι. "Του έβαλα και χέμο!"
"Χέμο;;;" είπα εγώ που ξαφνικά ένοιωσα να ξυπνάω. "Καλά, έχεις χέμο;" είπα στην Χριστίνα
"Ε; Τι είναι το χέμο;" είπε η Χριστίνα.
"Δεν έχει!" είπε η πεθερά. "Έψαξα! Τελικά, έβαλα απ' το δικό μου!"
"Από το δικό σας;" είπα εγώ
"Συγνώμη, τι είναι το χέμο;" είπε η Χριστίνα
"Από αυτό που έφερα μαζί μου!" είπε χαρούμενα η πεθερά. "Έχω πολύ στο σπίτι γιατί έδινα του Βασίλη όταν ήταν μικρός! Είναι ΠΟΛΥ δυναμωτικό! Έβαλα και μέλι!" κατέληξε.
"Για όνομα του Θεού, πρωί - πρωί!" είπα και σηκώθηκα απ' το τραπέζι.
"Μα... ΤΙ είναι το χέμο;" είπε η Χριστίνα
"Που πας;" μου φώναξε η πεθερά από πίσω, καθώς έβγαινα απ' την κουζίνα.
"Να προλάβω το σχολικό!" είπα και μπήκα στο δωμάτιο μου.
Μισή ώρα μετά, ήμασταν με την Χριστίνα μέσα στο αυτοκίνητο και οδηγούσα προς το ασφαλιστικό ταμείο...
Φτάσαμε στην είσοδο ενός τσιμεντένιου κτηρίου και ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο. Μια μεγάλη χρυσή ταμπέλα με μαύρα γράμματα μας ενημέρωνε: "Αρχείο". Η Χριστίνα, έβγαλε από την τσέπη της το χαρτί με τον αριθμό πρωτοκόλλου, έσπρωξε την πόρτα και μπήκαμε μέσα. Ακριβώς απέναντι μας ήταν ένας πάγκος. Πίσω από τον πάγκο ήταν μια υπάλληλος που έτρωγε κρακεράκια. Μπροστά στην υπάλληλο ήταν η οθόνη ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή. Επάνω στον υπολογιστή ήταν ένα σεμεδάκι, που κάλυπτε την μισή οθόνη. Περιττό να πω ότι ο υπολογιστής ήταν σβηστός.
Προχωρήσαμε προς τον πάγκο και η Χριστίνα ανέλαβε δράση:
"Γεια σας!" είπε. "Θα ήθελα ένα αντίγραφο από αυτή την αίτηση, παρακαλώ!" και έδωσε στην υπάλληλο το χαρτί με τον αριθμό πρωτοκόλλου. Η υπάλληλος πήρε κουρασμένα το χαρτί και το κοίταξε. Το κρακεράκι έμεινε μετέωρο, είκοσι εκατοστά απ' το στόμα της. Μετά γούρλωσε τα μάτια της. Μετά κοίταξε την Χριστίνα. Μετά κοίταξε το χαρτί. Μετά ξανακοίταξε την Χριστίνα.
"Μισό λεπτό!" της είπε, πήρε το χαρτί, το κρακεράκι της και έφυγε.
Ακολούθησε μια παύση.
"Τι έπαθε ρε μαλάκα;" μου είπε η Χριστίνα
"Μπορεί να μην ξέρει ανάγνωση..." είπα εγώ
Στο βάθος η υπάλληλος συνομιλούσε με μια άλλη συνάδελφο της και μας έδειχνε. Η συνάδελφος κοιτούσε μια εμάς, μια το χαρτί και μια το κρακεράκι.
"Να σου πω;" είπα στην Χριστίνα. "Μήπως σε αναγνώρισαν;"
"Μα, πως;" μου είπε. "Από το τηλέφωνο είχαμε μιλήσει..."
Επάνω στην ώρα, έρχεται να μας βρει η υπάλληλος, μαζί με την συνάδελφο της που φαίνεται να έχει αναλάβει πλέον την κατάσταση:
"Γεια σας!" μας λέει. "Τι θέλετε;"
"Εεεε... θέλουμε ένα αντίγραφο αυτής της αίτησης, παρακαλώ" λέει η Χριστίνα δείχνοντας το χαρτί με τον αριθμό πρωτοκόλλου στα χέρια της συναδέλφου.
"Μμμμ..." λέει η συνάδελφος και κοιτάει το χαρτί. Ύστερα γυρίζει προς το βάθος και φωνάζει:
"Ρούλα! Για έλα λίγο εδώ!"
Από το βάθος του δωματίου, σηκώνεται η Ρούλα και μια κούπα καφέ και μας πλησιάζει με αργά βήματα. Ήμαστε πλέον δύο εναντίον τριών και αρχίζω να ανησυχώ.
"Τι θες;" λέει η Ρούλα στην συνάδελφο της και μας ρίχνει ένα εχθρικό βλέμμα.
"Δες λίγο εδώ..." λέει η συνάδελφος. Η Ρούλα παίρνει το χαρτί απ' τα χέρια της συναδέλφου και το κοιτάει. Η κούπα μένει μετέωρη δέκα εκατοστά απ' τα χείλη της. Μετά γουρλώνει τα μάτια της. "Τι είναι ΑΥΤΟ;" λέει
"Είναι των κυρίων..." λέει η πρώτη υπάλληλος και μας δείχνει με το κεφάλι της. Η Ρούλα γυρίζει προς το μέρος μας:
"Τι θέλετε;" μας λέει
"Θέλουμε ένα αντίγραφο αυτής της αίτησης, παρακαλώ!" λέει η Χριστίνα η οποία έχει αρχίσει να τα παίρνει στο κρανίο.
Ακολουθεί μια παύση κατά την οποία οι τρεις υπάλληλοι κοιτάζονται μεταξύ τους. Στο τέλος η Ρούλα λέει: "Πάω να φωνάξω την Διευθύντρια!" και φεύγει.
"Συγνώμη!" αποφασίζει να παρέμβει η Χριστίνα. "Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;"
Οι δύο υπάλληλοι που μείνανε πίσω κοιτάζονται. "Εεεε... ξέρετε..." λέει η μια υπάλληλος (αυτή χωρίς κρακεράκι) "...δεν την έχουμε αυτή την αίτηση!"
"Μα... πως γίνεται αυτό;" απόρησε η Χριστίνα
"Τι να σας πω..." είπε η υπάλληλος
"Συγνώμη" παρενέβην εγώ. "Ούτε που ψάξατε. Πως ξέρετε ότι δεν την έχετε;" ρώτησα
"Το ξέρω..." είπε η υπάλληλος
"Μα πως το ξέρετε κυρία μου;" εξερράγη η Χριστίνα. "Ποια είστε; Η δομή;"
"Μην φωνάζετε παρακαλώ!" είπε η υπάλληλος. "Το ξέρω γιατί δεν έχουμε ΚΑΜΙΑ αίτηση πριν το 2008!"
Ακολούθησε μια παύση.
"Ε;" είπε η Χριστίνα.
"Συγνώμη" είπα εγώ. "Εδώ δεν είναι το αρχείο;"
"Μάλιστα" είπε η υπάλληλος, "αλλά δεν έχουμε καμία αίτηση πριν το 2008"
"Μα τότε... ΠΟΥ είναι αυτές οι αιτήσεις;" ρώτησε η Χριστίνα
"Πουθενά" είπε η υπάλληλος και ανασήκωσε τους ώμους της. "Λυπάμαι..."
"Μα, ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΥΤΟ ΚΥΡΙΑ ΜΟΥ;;;" έβαλε τις φωνές η Χριστίνα. "Τι τις κάνατε τις αιτήσεις; Τις πετάξατε;"
"Όχι φυσικά!" είπε η υπάλληλος παρεξηγημένη.
"Αλλά;;;"
"... τις μετακομίσαμε..."
"... τις... ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΑΤΕ;;;" είπα εγώ
"Μάλιστα..." είπε η υπάλληλος
"ΠΟΥ;" είπε η Χριστίνα
"Εεεε, εδώ είναι το θέμα!" είπε η υπάλληλος. "Χάθηκαν στην μετακόμιση!"
"Συγνώμη;" είπε η Χριστίνα. "ΠΟΙΑ μετακόμιση;"
"Εεεε... του αρχείου..."
"Με συγχωρείτε, δεσποινίς" είπα εγώ που δεν πίστευα στ' αυτιά μου. "Αλλά εάν κατάλαβα καλά, στην μετακόμιση του αρχείου, χάσατε το αρχείο;"
"..." είπε η υπάλληλος
"ΌΛΟ;;;" είπα εγώ
"..." είπε η υπάλληλος
"Μα τότε... ΤΙ ΑΚΡΙΒΩΣ μετακομίσατε;" είπε η Χριστίνα
Πάνω στην ώρα κατέφθασε και η διευθύντρια
"Παρακαλώ, τι θέλετε;" μας είπε
"Εσείς πια είστε;" είπε η Χριστίνα
"Η διευθύντρια του αρχείου" είπε εκείνη
"Του μελλοντικού;" είπα εγώ
"Συγνώμη;" είπε η διευθύντρια
"Ποιου αρχείου, κυρία μου; Εδώ μου λένε ότι το έχετε χάσει όλο το αρχείο! Τι ακριβώς διευθύνετε; Τα ράφια;" είπε η Χριστίνα που τώρα πλέον δεν την σταματούσε τίποτα.
"Σας παρακαλώ κυρία μου! Μην φωνάζετε! Εσείς ΤΙ ακριβώς θέλετε;" είπε η διευθύντρια με την σιγουριά του ανθρώπου που έχει χάσει ένα αρχείο ογδόντα ετών και βρίσκεται ακόμα στη θέση της.
"Θέλω την αίτηση που είχα κάνει το 2006, για να σας αποδείξω ότι έχετε κάνει λάθος!" είπε η Χριστίνα
Ακολούθησε μια παύση.
"Λυπάμαι..." είπε στο τέλος η διευθύντρια, "αλλά αυτό δεν θα καταφέρετε να το αποδείξετε ποτέ..."
Κάντε κλικ εδώ για τη συνέχεια!
Θανάσημος
Υ.Γ. Συγνώμη για τις καθυστερήσεις, αλλά αυτόν τον καιρό ΜΕΤΑΚΟΜΙΖΩ!!! Μου έχει βγει η Παναγία...