Ο θείος μου φώναζε την γυναίκα του «Αποστόλη». Για την ακρίβεια, «Αποστόλ’». Η θεία, μετά από καμιά σαρανταριά χρόνια κοινού βίου, είχε μάθει να θεωρεί το Αποστόλη μέρος του ονόματος της. Όπως λέμε Άννα – Μαρία για παράδειγμα. Εκείνη ήταν η Νίτσα – Αποστόλης.
Εκείνη την ημέρα, ο θείος ήθελε να αλλάξει βρακί.
«Αποστόλ!» φώναξε.
«Έλα!» απάντησε η θεία μου από μέσα
«Τα βρακιά μου που είναι;»
«Στο τρίτο συρτάρι της κομότας!» φώναξε η θεία.
Ο θείος κοίταξε την κομότα: είχε πέντε συρτάρια.
«Το τρίτο από πάν’ ή το τρίτο από κάτ;;;» ρώτησε.
----------------------------------------------------------------
Όταν ήμουνα μικρός, κάθε φορά που πηγαίναμε στο χωριό να τους δούμε, πήγαινα στην πίσω αυλή του σπιτιού του κι έπαιζα με το πλυντήριο ρούχων που είχε στην αποθήκη. Ήταν χαλασμένο κι εγώ το έφτιαχνα. Χρόνια ολόκληρα το έφτιαχνα αυτό το πλυντήριο. Ποτέ δεν μου πέρασε απ’ το μυαλό ότι ο θείος το κρατούσε εκεί, στην μέση της αποθήκης, να του πιάνει τον χώρο, μόνο και μόνο για να μπορώ εγώ να το φτιάχνω όταν θα τους κάναμε επίσκεψη.
Πριν από λίγη ώρα έκλεισε τα μάτια του κι έφυγε για πάντα.
Η επόμενη ανάρτηση όταν θα είμαι έτοιμος.
Θανάσημος